Έσερναν το μοναχοπαίδι τους στους ψυχολόγους και στους ψυχιάτρους να το… γιατρέψουν

Ήταν καιρός που τη σκεφτόμουν. Να την πάρω τηλέφωνο να τα πούμε. Χαθήκαμε με τις δουλειές και τα προβλήματα. Εκείνη  στους αγώνες της και εγώ στη ρουτίνα μου.

Έπεσε τυχαία μία φωτογραφία της στα χέρια μου. Ανέμελες και ωραίες. Σχεδόν παιδιά. Φράντζα μαλλί και Levi’s τζιν. Κρατούσε την κιθάρα της στα χέρια, εγώ ξαπλωμένη στο χαλί και ο Νότης να κάνει «κερατάκια» πίσω της.

Ευαίσθητο και παρεξηγημένο πλάσμα, σχεδόν κυνηγημένο  ακόμα και από εκείνους που το έφεραν στον κόσμο. Δεν αποδέχθηκαν ποτέ τις επιλογές της. Έσερναν το μοναχοπαίδι τους στους ψυχολόγους και στους ψυχιάτρους να το… γιατρέψουν, το τραβούσαν στις εκκλησίες να το διαβάσουν.

Στα πόδια της προσκύνησαν και υποσχέθηκαν γη και ύδωρ, σπίτια, μετρητά, περιουσίες, όλα δικά της «τώρα», αρκεί να μην εκστόμιζε ξανά αυτό που δεν ήθελαν να ακούσουν.

Σιώπησε καιρό… Δεν είναι ότι ξεπουλήθηκε, δεν ήθελε να τους πληγώνει όπως πλήγωναν εκείνη. Ανοιχτά δεν είχε μιλήσει ποτέ ούτε σε μένα ούτε στον Νότη. Ήξερε και ξέραμε. Έτσι χωρίς λόγια, χωρίς εξομολογήσεις.

Εκείνη την περίοδο διάβαζε ακατάπαυστα, λογοτεχνία, ποίηση, ξένες γλώσσες, για τον πόλεμο στην Βοσνία, τον Νέλσον Μαντέλα και το απαρτχάιντ, τα δικαιώματα των ανθρώπων, τη ζωή στον Αμαζόνιο. Διάβαζε τόσο πολύ που την πείραζα ότι θα κάψει τον εγκέφαλό της.

Δυο χρόνια μετά την «κοπάνησε» στη Γερμανία. Θα επιχειρούσε να γκρεμίσει και το δικό της Τείχος. Το είχε ήδη κάνει. Και ας απειλούσαν οι γονείς της ότι θα την ξεγράψουν.  Ακόμα και αν ποτέ δεν αποδέχθηκαν κάποια πράγματα, με τα χρόνια μαλάκωσαν.

Πέρασαν πέντε χρόνια για να ξανασμίξουν, όμως οι δρόμοι τους χώρισαν και πάλι. Τηλέφωνο δεν πρόλαβα να την πάρω. Και το κρατάω στον εαυτό μου.

Τη νιώθω όμως σε εκείνους τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου «σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα, εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά, εγώ έχω φίλους τα βουνά και όλα τα κύματα, εγώ έχω αδέλφια τα ποτάμια, τα πουλιά».