«…Μάλλον αγνοείτε τον θησαυρό που έχετε εδώ!»
«Να πας στον Παράδεισο για το κλίμα και στην Κόλαση για την παρέα» έλεγε ο Μαρκ Τουαίν. Δεν είχε και άδικο. Αυτό ψάχνουμε όλοι. Έναν παράδεισο. Έναν θεϊκό τόπο που να έχει ωραίο κλίμα, ζεστή ατμόσφαιρα, μια «ανθρώπινη» ζωή. Εάν καταφέρουμε και συνδυάσουμε και την καλή παρέα της…κόλασης τότε το μείγμα είναι εκρηκτικό!
Πού να βρεις όμως ένα τέτοιο τόπο που η ζωή κυλά σε ρυθμούς φυσιολογικούς, την ομορφιά της φύσης, την εναλλαγή του τοπίου με την αγριάδα του βουνού και την ηρεμία της θάλασσας; Να απολαύσεις το ακραίο και το εξτρίμ χωρίς να αισθάνεσαι ούτε στιγμή ότι κινδυνεύεις;
Πού υπάρχει άραγε αυτός ο κόσμος που όλα είναι στο πιάτο και πιο εύκολα για να ζήσεις, ακόμη και τις πιο δύσκολες οικονομικά-κοινωνικά περιόδους;
Πού είναι αυτές οι παρέες των ανθρώπων που ακόμη γελούν, κάνουν πράγματα μαζί, πίνουν, γλεντούν, κερνούν ο ένας τον άλλον;
Πού να βρεις, τέλος, έναν τόπο που μοιάζει να έχει φτιαχτεί για κατοικία των θεών, αλλά δόθηκε ως επικαρπία από Εκείνον που διατηρεί την ψιλή κυριότητα;
Απορίες που έχουμε όλοι μας. Σε μένα τις έλυσε ένα ζευγάρι νέων Βρετανών που τους συνάντησα στη μέση του πουθενά, σε ένα φαράγγι δύσβατο και κακοτράχαλο της νότιας Κρήτης. Σε μια βαθειά τομή, στην κρητική φύση, που κατέληγε σε μία παραμυθένια παραλία.
-Ερχόμαστε δέκα χρόνια , δύο φορές στην Κρήτη, στο ίδιο μέρος, στο νότο, μου είπαν.
-Γιατί τόσα χρόνια εδώ;
-Τι ρωτάς; Ρωτάνε γιατί γυρίζεις συνεχώς στον παράδεισο; Η Κρήτη είναι ο παράδεισος, αλλά δεν το ξέρετε!
Έμεινα κόκκαλο. Κάτι έπρεπε να πω, να υπερασπιστώ την ανοησία μας.
-Μα, δεν είναι όλα παραδεισένια, αντέτεινα. Έχουμε και τις κακές μας στιγμές!
-Εδώ είναι ο παράδεισος, εδώ είναι και η κόλαση. Διαλέγεις κάθε φορά τι παίρνεις. Εξαρτάται από τι ψυχή κουβαλάς. Αλλά μάλλον αγνοείτε τον θησαυρό που έχετε εδώ!
Ξανά ενεός. Εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση εδώ; Μου κόλλησε και το τραγούδι της Μοσχολιού- εκείνη δεν το πρωτόπε;- προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πού ζούσα. Και χαμογέλασα πικρά γιατί θυμήθηκα ένα γκράφιτι που είχα δει κάποτε:
– Φαντάσου μόλις πεθάνεις, να συναντήσεις το Θεό και να σε ρωτήσει:
«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε ο Παράδεισος;».