Το συγκεκριμένο λιμανάκι -παραλία δεν είναι για πολλούς. Είναι μικρό, δυσπρόσιτο, χωρίς μπαρ, μουσική και beach boy
Τα αγαπημένα μου λιμανάκια, λιμανάκι για την ακρίβεια, είναι και φέτος εκεί. Το επισκέφτηκα το Σάββατο μετά από δύο μπάνια στα μπούζι- νερά της νότιας Κρήτης και ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου.
Εντάξει, ήταν και η θερμοκρασία υψηλή, αλλά όσο να πεις τα νερά του βορρά έχουν άλλη θέρμη. Με χαρά διαπίστωσα ότι τουλάχιστον για την ώρα απουσιάζουν οι ξαπλώστρες που έκαναν πέρυσι για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στη συγκεκριμένη παραλία και η αλήθεια είναι ότι μου χάλασαν τη διάθεση.
Το συγκεκριμένο λιμανάκι – παραλία δεν είναι για πολλούς. Είναι μικρό, δυσπρόσιτο, χωρίς μπαρ, μουσική και beach boy. Ό,τι πρέπει δηλαδή. Δεν κατεβαίνουν Κινέζες μασέρ ούτε και ηλιοκαμένα αγόρια να πουλάνε λουκουμάδες.
Δεν έχει σφίχτες ούτε και ρακετίστες. Δεν συχνάζουν στάρλετ και σταρλετίτσες, δεν ευδοκιμούν λουόμενοι της φυλής των τατουάζ, δεν τσιρίζουν μανάδες ούτε και σκάνε στο κλάμα βρέφη.
Δεν έχει ταπεράκια και καμιά οσμή από μπαμιελίδικο ή από κεφτέδες δεν έρχεται για να σου χαλάσει τη θαλασσινή αύρα. Γενικά, δε συχνάζει η σάρα, η μάρα και δύσκολα θα σου αποσπάσει την προσοχή η κορμάρα!
Και όχι δεν βαριέμαι σε τούτη την ακτή, αφού ο ήλιος δεν με ξεραίνει, όπως παραπονιόταν κάποτε η Αρβανιτάκη. Προφανώς και η δική της παραλία δεν έχει τις σπηλαιώσεις που σχηματίζονται σε τούτο το λιμανάκι και προσφέρουν μοναδική δροσιά ακόμα και στους καύσωνες, ενίοτε δε και απομόνωση.
Όποιος καταφέρει και πιάσει σπηλιάρι αισθάνεται σα βασιλιάς. Ούτε ομπρέλες, ούτε λάδια, ούτε καπέλα και χωρίς ο ιδρώτας να τρέχει σαν ποτάμι πάνω σου. Βλέπεις και φαντάζεσαι τι γίνεται την ίδια ώρα στα άλλα λιμανάκια και αισθάνεσαι σαν τον πιο τυχερό άνθρωπο του κόσμου.
Δεν είσαι στην παραλία με το «ρύζι», δεν είσαι παραδίπλα με τους VIP και τους «χάι», δεν είσαι παραπέρα με τη χλιδή και τις ανέσεις, δεν μπορείς να κάνεις θαλάσσια σπορ, αλλά σε κάθε περίπτωση έχεις το δικό σου βασίλειο και κυρίως κανένα άγχος.
Βουτάς και σε πλημμυρίζουν 10.000 συναισθήματα. Αφήνεσαι και σχεδόν σε παίρνει ο ύπνος μέχρι να σε δαγκώσει κάποιο μικρό ψαράκι για να σου υπενθυμίσει ότι κολυμπάς σε μια θάλασσα με ζωντανούς οργανισμούς που ζουν σ’ ένα πιο οικείο περιβάλλον. Ηρεμώ, στεγνώνω και φεύγω χαρούμενος από την αγαπημένη μου παραλία.
Το αμάξι βράζει και εγώ συνεχίζω παραλιακά για να βγω κάποια στιγμή στην Εθνική. Αν και Μάιος ακόμα, οι παραλίες είναι γεμάτες από τις ορδές του μαζικού τουρισμού. Και τι κρίμα οι ακτές γεμάτες με ξαπλώστρες. Τόσες πολλές που νομίζεις ότι κινείσαι παράλληλα με το δάσος της πλαστικούρας. Όταν το περάσετε και εσείς, θα με καταλάβετε και αν κάποτε ανακαλύψετε το λιμανάκι μου, θα με θυμηθείτε!