Περπατάγαμε με στόμα ανοικτό και επιδοκιμάζαμε με επιφωνήματα κάθε όμορφο σπίτι, κάθε λουλουδιασμένη αυλή

Στην τελευταία μας βόλτα για τα Χανιά, η παρέα δεν είχε και τόση όρεξη και η εκτεταμένη συννεφιά άρχισε να επηρεάζει κι εμένα. Τα Χανιά, η αλήθεια είναι, θέλουν ήλιο γιατί το λιμάνι βγάζει ψύχρα. Εποχούμενοι πλησιάζαμε τη Γεωργιούπολη, όταν για ένα ακατανόητο λόγο είπαμε να στρίψουμε δεξιά, χωρίς να το έχουμε στο πρόγραμμα.

Φτάνοντας κοντά στη θάλασσα μια περίεργη αίσθηση υπήρχε μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου, ώσπου συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν η μαύρη επέτειο της 4ης Μαΐου του 1972. Τότε που 21 κοπέλες- μαθήτριες του Γυμνασίου Σπηλίου- πνίγηκαν στον κόλπο της Γεωργιούπολης, καθώς η βάρκα τους λόγω της μετατόπισης του φορτίου, ανατράπηκε.

Η θλίψη που μας κυρίευσε είχε κυριέψει και ολόκληρη την περιοχή και η μαγιάτικη συννεφιά που επικρατούσε παρέπεμπε στην αποφράδα ημέρα. Κινηθήκαμε για λίγο κατά μήκος της παραλίας, το βλέμμα μας προχώρησε ένα μίλι προς τη θάλασσα (εκεί που έγινε το κακό), κάναμε στροφή, εγκαταλείψαμε την ιδέα των Χανίων και συνεχίσαμε από τον επαρχιακό δρόμο για το Βάμμο.

Είχαν περάσει τουλάχιστον 15 χρόνια από την τελευταία μας φορά στο ιστορικό χωριό, που στη σύγχρονη εποχή διακρίνεται για τις αναπλάσεις (ή αναπαλαιώσεις για κάποιους) παλιών κατοικιών, που γίνονται πόλος έλξης για Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Καθίσαμε στο καφενείο του «Μαρέντη» στην πλατεία, σχεδόν κάτω από ένα αλεξίπτωτο που υποθέσαμε ότι είχε τοποθετηθεί για σκίαστρο και απέναντι από μια τεράστια ελληνική σημαία.

Περισσότερο ήταν η σημαία που μας παραξένεψε αλλά συμβιβαστήκαμε με την ιδέα ότι οι κάτοικοι έχουν υψηλό φρόνημα. Στο απέναντι στενό η μικρή ταμπέλα με το βελάκι για την «Παλιά Γειτονιά», η αλήθεια είναι μας ερέθισε και επιτάχυνε τον καφέ μας.

Μπήκαμε στο στενό και άρχισε η περιπλάνησή μας. Εντάξει, περιμέναμε ότι κάπου μπροστά μας θα ξεπηδούσε το επιβλητικό Παρθεναγωγείο, από τα πρώτα ανακαινισμένα κτήρια της περιοχής που λειτουργεί σαν ξενώνας, αλλά δεν περιμέναμε ότι τα φτιαγμένα σπίτια και οι ξενώνες θα έχουν πολλαπλασιαστεί από την προ δεκαπενταετίας επίσκεψη μας.

Περπατάγαμε με το στόμα ανοικτό και επιδοκιμάζαμε με επιφωνήματα κάθε όμορφο σπίτι, κάθε λουλουδιασμένη αυλή. Διανύσαμε το ημικύκλιο για να βγούμε ξανά στον αμαξωτό δρόμο και πέσαμε ακριβώς πάνω στη «Στέρνα του Μπλουμοσήφη»! Μπαίνουμε στην κάτω αυλή, όπου σ’ ένα μακρύ τραπέζι δέσποζε μια πολυμελής παρέα.

Ξεχωρίσαμε τη φιγούρα του κυρίου Παπαδάκη, γενικού διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, που έδινε την αίσθηση ότι δεξιωνόταν καλεσμένους του. Ρωτήσαμε τη γυναίκα του μαγαζιού κα μας έλυσε την απορία των συνδαιτυμόνων του κυρίου Παπαδάκη.

«Ήλθαν μια μέρα νωρίτερα γα να προετοιμάσουν την επίσκεψη Παυλόπουλου» μας είπε και καταλάβαμε ότι επρόκειτο για στελέχη της Προεδρία της Δημοκρατίας. Έτσι εξηγήσαμε το αλεξίπτωτο και τη μεγάλη γαλανόλευκη της πλατείας και μάθαμε γα τις εκδηλώσεις τιμής και μνήμης των απελευθερωτικών αγώνων του Αποκόρωνα.

Με τις θεϊκές γεύσεις του «Μπλουμοσήφη» να γαργαλούν τον ουρανίσκο μας σηκωθήκαμε αργά αργά να φύγουμε από την ταβέρνα, μα όχι από τον Αποκόρωνα. Επόμενος σταθμός και αυτός εκτός προγράμματος η Μονή του Αϊ Γιώργη στο Καρύδι.

Δεν πάει πολύς καιρός που το Φεστιβάλ Κρητικής Κουζίνας είχε φιλοξενηθεί στη χάρη Του, ενώ οι μοναδικές καμάρες στο (ότι σώζεται από το παλιό) λιοτρίβι του μοναστηριού αποτελούν από μόνες τους ένα ξεχωριστό θέαμα.

Περιπλανηθήκαμε, σταυροκοπηθήκαμε κα φύγαμε με τις καλύτερες εντυπώσεις από τον Αποκόρωνα, που σε τίποτα δεν θύμιζαν τη μαντινάδα του Χαιρέτη : «Καημένε Αποκόρωνα μαύρα `ναι τα στενά σου, με τσοι πολλούς καυγάδες σου και με τα φονικά σου».