“Να αγαπάς την ιδέα της Ελλάδας. Όχι την Ελλάδα.
Αυτή πάντα θα σε πληγώνει. Την ιδέα θα αγαπάς”!

Ζω σε μια χώρα που με πονά. Με πονά και με αγχώνει με πληγώνει και με διώχνει.

Κι αν δεν υπήρχε αγάπη, τίποτα δεν θα μπορούσε να με κρατήσει κοντά της.

Κανένα κόμμα, καμία ιδέα και καμιά θρησκεία.

Έχουν φροντίσει γι’ αυτό διαχρονικά πολλοί. Οι οποίοι δεν έχουν σκεφτεί καν τα λάθη τους και βολεύονται πίσω από ατσαλάκωτα κοστούμια και κολλαριστά, παχυλούς λογαριασμούς τραπεζών.

Σκέφτομαι την καθημερινότητα μου. Ξυπνώ με κοροναϊό και κοιμάμαι με Έβρο. Στη μέση, Δευτέρα έως Πέμπτη χαλαρώνω με το Διαφάνι, όπου όλοι θέλουν να σκοτώσουν όλους, όλοι το έχουν κάνει με όλους, όλοι έχουν κλέψει όλους κι όλοι γενικώς ζουν σ’ ένα υπέροχο παράλληλο σύμπαν, που για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο μας θυμίζει ότι και το 1958 η Ελλάδα δεν ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα.

Βέβαια, το Διαφάνι πιο πολύ το βλέπω στον ύπνο μου παρά στον ξύπνιο μου, διότι 11.00 το βράδυ έχω ήδη εξαντληθεί. Όμως αρκεί που υπάρχει.

Αρκεί που τρεις αδερφές – μέγαιρες, αλλά ευαίσθητες, αγαθές, αλλά και παμπόνηρες, λειτουργούν ως πρότυπο για το μέσο Έλληνα ή τη μέση Ελληνίδα, παρά το ότι έχουν σκοτώσει κι  έχουν σκοτωθεί μεταξύ τους, ζώντας σε ένα χωριό 30 κατοίκων που ο καλύτερος έχει επίσης σκοτώσει τον αδερφό του κι άλλους δέκα.

Χαίρομαι που υπάρχει ένα Διαφάνι, κάπου εκεί στην άκρη του σαλονιού κάθε βράδυ, να μου θυμίζει πως σ’ αυτή τη χώρα που ζω, δεν είμαι άτυχος που γεννήθηκα μέσα στη δεκαετία του ’80, αλλά τυχερός αφού όλες οι δεκαετίες ίδιες ήταν, με λίγο παραλλαγμένα σκηνικά.

Όμως προβληματίζομαι… προβληματίζομαι βαθιά που είμαι Έλληνας. Αν και μέσα μου εκνευρίζομαι με τους Τούρκους που μετατρέπουν τους ανθρώπους σε σφαίρες στα σύνορα «καίγοντας» τα λεφτά και τις  συμφωνίες που σύναψαν με την Ευρώπη για να γελούν μαζί τους.

Άλλο τόσο εκνευρίζομαι όμως και με τους Έλληνες που μιλούν για ανθρωπισμό στα σύνορα, όταν οι ίδιοι βολεύονται στο ζεστό τους καναπέ, τρώγοντας τα χρήματα του κεφαλαίου που βρίζουν.

Και μέσα σ’ όλο αυτό το παραλήρημα και την οργή, θυμάμαι τον Μανώλη Ρασούλη, με τα Air Max του και το Adidas καπέλο που κάλυπτε τη φαλάκρα μέσα στο «Καφέ Αμάν», που μου έλεγε όταν ακόμα κυκλοφορούσα με βερμούδες «Να αγαπάς την ιδέα της Ελλάδας.

Όχι την Ελλάδα. Αυτή πάντα θα σε πληγώνει. Την ιδέα θα αγαπάς!»

Κι αυτή είναι ίσως η μόνη σκέψη που με παρηγορεί, ανεξάρτητα από το ότι δεν με λυτρώνει.