Άραγε, όταν φτιάχνουν τον καφέ τους βάζουν ένα ακόμα φλιτζάνι στο τραπέζι;
Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια κι όμως η εικόνα του έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου. Εγώ κάπου στο δημοτικό, εκείνος είχε πατήσει τα 80. Με είχε στείλει η μαμά μου στο σούπερ μάρκετ και τον συνάντησα στη γωνία. Τόσο κουρασμένος… Μου έκανε εντύπωση.
Προσπαθούσε με κόπο να σύρει τα πόδια του, αν δε με απατά η μνήμη μου, κρατούσε ένα μπαστούνι, φαίνεται σα να ήταν η μόνη του συντροφιά. Στην επιστροφή τον είδα πάλι, είχε κάνει μετά βίας πέντε βήματα. Τότε σκέφτηκα, “Μα, δεν έχει έναν άνθρωπο να σταθεί δίπλα του; Να περπατήσουν πλάι πλάι; Να του παρέχει ό,τι χρειάζεται, αφού εκείνος αδυνατεί να πάει ως το κατάστημα τροφίμων…”
Τον θυμήθηκα ξανά αυτές τις μέρες. Όταν απελπίζομαι από την καραντίνα μου, σκέφτομαι ότι έχω τρία άτομα να βασανίζω 24 ώρες το 24ωρο, να σκεπάζω τα βράδια για να μη μου κρυώσουν, να αγκαλιάζω, να παραπονιέμαι, να γελάω μαζί τους ή -η αλήθεια να λέγεται- να ξεσπάω τα νεύρα μου.
Πόσα άτομα κάπου εκεί έξω δεν μπορούν να πουν ένα “καλημέρα”, ένα “σ’ αγαπώ”; Άραγε, όταν φτιάχνουν τον καφέ τους βάζουν ένα ακόμα φλιτζάνι στο τραπέζι; Κάνουν νοερά “στην υγειά μας” με το κρασάκι τους; Γεμίζουν ένα ποτήρι για τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους, για τη μητέρα τους που ήταν η μόνη που έμεινε μαζί τους ως την τελευταία της πνοή; Τον αδελφό που χάθηκε νωρίς; Τον κολλητό που έφυγε βίαια από τη ζωή τους;
Το δικό μου τηλέφωνο έχει πάρει “φωτιά”.
Αχάριστη εγώ, του λέω καμιά φορά “αμάν, μας ζάλισες”. Τα μηνύματα πάνε κι έρχονται, έτσι να νιώθω λίγο σα να είμαι στο γραφείο…
Μάθαμε και τις βιντεοκλήσεις, γίνονται και ομαδικές και είναι μια αφορμή να περιποιηθούμε όπως- όπως το μαλλί που από όπου και να το πιάσεις είναι μία τραγωδία από μόνο του…
Τι κρίμα, ο Σταύρος δε θα κατέβει το Πάσχα από την Αθήνα, η Μαργαρίτα μάλλον δε θα έρθει το καλοκαίρι από την Αμερική. Όμως, στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε, το πότε δεν το ξέρω, αλλά θα γίνει. Και ας κάνω τα γενέθλια της μεγάλης πάλι με βιντεοκλήσεις και μια τούρτα που θα φάμε με τέσσερα κουτάλια…
Όχι, ότι αυτό μας χαλάει, δηλαδή, συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια…
Όλα καλά όταν λήξει η καραντίνα, αλλά αν δε σουλουπωθώ λίγο, στο γραφείο δεν επιστρέφω…
Υ.Γ. Αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω όμως με τίποτα είναι πώς συνεχίζουμε να είμαστε μικρόψυχοι ακόμα και σήμερα, τώρα που το “αύριο… ποιος ζει ποιος πεθαίνει” ηχεί τόσο ρεαλιστικό στα αφτιά μας, πώς είναι δυνατόν να καταφέρνουμε να κλείνουμε την πόρτα μας στους άλλους, αναρωτιέμαι…