αψήφησα την… τρομοκρατία του όχλου και τόλμησα να επισκεφθώ την περιβόητη υπηρεσία

Κι αφού η μάνταμ Μέρκελ τράβηξε (;) τελικά το αυτί του Σουλτάνου, που έγινε στο άκουσμα της «γατάκι» είπα κι εγώ να ασχοληθώ με λιγότερο σημαντικά πράγματα της καθημερινότητας και με «ποταπές» υποθέσεις του Κτηματολογίου.

Βέβαια, το «Κτηματολόγιο» από μόνο του, ακούγεται στα αυτιά του μέσου πολίτη, χειρότερο ίσως από τις προκλήσεις Ερντογάν στα ανατολικά της Κρήτης.

– «Στο … Κτηματολόγιο θα πας;; Δεν μπορεί να είσαι σοβαρός!!» είναι η κλασική αντίδραση συγγενών, γνωστών και φίλων, που προφανώς έχουν κάψει τη γούνα τους, πλάι στη θαλασσινή αύρα των στενάχωρων γραφείων της παραλιακής.

Παρ’ όλα αυτά, αψήφησα την … τρομοκρατία του όχλου κι όχι απλά τόλμησα να επισκεφθώ την περιβόητη υπηρεσία, αλλά τόλμησα να μην πάω από το χάραμα όπως οι περισσότεροι, μα την ώρα πριν το κλείσιμο για να αυξήσω το σασπένς.

Η ατμόσφαιρα ήταν από την αυλή κιόλας βαριά. Αν και προσπέρασα την ένδειξη «η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική» στη συνέχεια εκτίμησα πως η χρήση μάσκας στη συγκεκριμένη υπηρεσία, δεν είναι τόσο υποχρεωτική για τη μη μετάδοση του ιού, αλλά για να κρύβει τις εκφράσεις οργής, αγανάκτησης κι απογοήτευσης στα πρόσωπα του κοινού που προσπαθεί να εξυπηρετηθεί.

Δεν θέλω να είμαι άδικος, ούτε και αφοριστικός. Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας, παρά την έλλειψη προθυμίας και διάθεσης για εξυπηρέτηση, δεν ήταν αγενείς. «Λογικό» σκέφθηκα, «σε δημόσια υπηρεσία μπαίνω, δεν πρέπει να περιμένω κάτι περισσότερο».

Αφού με τα χίλια ζόρια κατάφερα να βγάλω άκρη σε σχέση με το τι χρειάζεται, έφθασε η «ώρα της κρίσης».

–  «Περάστε από το ταμείο για πληρωμή με μετρητά».

Απόρησα λίγο κι αισθάνθηκα αμήχανα, διότι είχα προσπεράσει και την πινακίδα «η υπηρεσία δεν διαθέτει P.O.S.». Θεωρούσα ωστόσο βέβαιο πως στην εποχή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης Μητσοτάκη, που «όλο το Κράτος μετά τον κοροναϊό βρίσκεται στον υπολογιστή μας» δεν θα χρειαζόμουν πραγματικό χρήμα για να παραλάβω με αντίτιμο 26,5 ευρώ μια κόλλα Α4, η οποία απλά βεβαίωνε πως το σπίτι μου βρίσκεται σε οικόπεδο που μου ανήκει.

Με την ουρά στα σκέλια για το «λάθος» μου, διένυσα τέσσερα χιλιόμετρα ως την πλησιέστερη τράπεζα, που ευτυχώς δεν ήταν από αυτές που πλήρωναν επιδόματα ανεργίας γιατί δεν θα τελείωνα ποτέ. Επέστρεψα, πλήρωσα κι έφυγα με μια μεγάλη θλίψη, διότι υποθέτω πως ούτε οι προϊστάμενοι της υπηρεσίας, αλλά ούτε και οι εργαζόμενοι, επιθυμούν να συντηρείται ένας μύθος για μια υπηρεσία που στην Ελλάδα του 2020 θεωρείται από τις πιο σημαντικές.

Εκτός από τη θλίψη όμως, έφυγα και με την απορία. Αν όλος αυτός ο μύθος για το Κτηματολόγιο Ηρακλείου, υπάρχει ως τοπικός τουλάχιστον «αστικός μύθος», δεν έχει φθάσει ως τα αυτιά έστω κάποιου Υπουργού; Και δεν επιθυμεί κανείς να βρεθούν λύσεις όταν μάλιστα η χώρα έχει υποχρέωση να προχωρήσει σε μερικούς μόνο μήνες, όσα δεν προχωρούσαν για χρόνια;