Βαρύς ο φετινός Αύγουστος. Ασήκωτα όσα συμβαίνουν γύρω μας και σπάνια πλέον μας δίνουν χαρά.
Για μας που μεγαλώσαμε στα χωριά η Δεκαπενταριά, όπως την έλεγαν η γιαγιά μου και οι φιλενάδες της, ήταν πάντα για μένα μια περίοδος μπερδεμένη και αμφιλεγόμενη.
Ήταν που άκουγα για το Πάσχα του Καλοκαιριού και νήστευα, αλοίμονο στο παιδί που δε νήστευε αλλά και τη γιαγιά μου να λέει: “Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του Χειμώνα”. Αυτός ο Χειμώνας μού “καθόταν” στο στομάχι. Και πώς να μη συμβεί αυτό όταν καθημερινά καιγόμαστε στον κάμπο της Μεσσαράς κι όλο ψάχναμε δροσερικά.
Ήταν βέβαια κι η άλλη παροιμία που ακούγαμε και μας μπέρδευε: “Αύγουστε καλέ μου μήνα να ‘σουν δύο φορές το χρόνο”.
Ξόδεψα πολύ χρόνο στα παιδικά μου χρόνια να καταλάβω αν ο Αύγουστος ήταν ή άκρα του Χειμώνα ή τόσο καλός που έπρεπε να ξανάρθει. Κι ωστόσο έτρωγα σύκα, καρύδια κι αμύγδαλα, έβλεπα τα σταφύλια να γινώνονται και σχεδίαζα το επόμενο γλέντι που θα πήγαινα.
Οι αμφιλεγόμενες αυτές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων γίνονται πραγματικά όμορφες σαν ξεφυλλίζω το βιβλίο της ζωής και φθάνω στο σήμερα. Γιατί όλα τα επόμενα που ήρθαν ήταν πιο δύσκολα από κείνες τις άλυτες παιδικές απορίες.
Κι ο φετινός πια Αύγουστος κάθε μέρα και μας πικραίνει περισσότερο. Μια ως χαζοί δεν πάμε διακοπές στο χωριό (έχουμε άραγε ή μπορούμε;) την άλλη νομίζουμε… πως αυξήθηκαν τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, παραπέρα λίγο παρακολουθούμε και τα… ρεσιτάλ ή παραληρήματα (ίσως να είναι θέμα οπτικής) κάποιων πολιτικών μας.
Και κάπου εκεί κάθε μέρα να ζούμε δράματα, τροχαία, γυναικοκτονίες, πυρκαγιές. Όλα στα άκρα, με νέους νεκρούς και ολόκληρες περιοχές να γίνονται παρανάλωμα τους πυρός. Οι δημοσιογράφοι καταγράφουν, ερευνούν και ναι, κι αυτοί απελπίζονται.
Αλήθεια πώς θα ήταν μια μέρα χωρίς ειδήσεις και χωρίς τραγωδίες;
Υποθέτω μια διαφορετική, μια καλή μέρα την οποία μάλλον δεν θα έχουμε την ευκαιρία να ζήσουμε σύντομα.
Πόσο καλά θα ήταν να μην είχαμε μια μέρα ειδήσεις στο αστυνομικό δελτίο ή στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Θα γράφαμε όλοι για όμορφες εκδηλώσεις, για παραλίες «που θα πάνε», για γευστικές απολαύσεις, για βόλτες και ταξίδια.
Θα έφευγαν από τη ζωή μας οι σειρήνες των ασθενοφόρων, των πυροσβεστικών, των ασθενοφόρων. Θα σταματούσαμε να μετράμε καμένα στρέμματα και σπίτια αλλά και για χαμένες ζωές. Θα γέμιζε η ζωή μας με εικόνες όμορφες, χρωματιστές και λαμπερές, που δεν θα είχαν φωτιά και αίμα στην άσφαλτο.
Ευσεβείς πόθοι θα μου πείτε. Μήπως όμως είναι το αντίβαρο, σε ό,τι ζούμε, ο τρόπος για να καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε μια πραγματικότητα σκληρή. Μια πραγματικότητα που όλο νοιώθεις να σε τραβά και να σε καταπίνει;
Και πού ξέρεις, μπορεί ένας ξάστερος Αυγουστιάτικος ουρανός, να είναι ανοιχτός όταν ευχηθούμε. Μπορεί και να πιάσουν τόπο οι ευχές μας. Αν τις κάνουμε με την ίδια δύναμη που τις κάναμε σαν ήμασταν παιδιά.