Το ξυπνητήρι χτυπά στις 6.45-εντάξει, η έγερσις αργεί λίγο είναι η αλήθεια. Αφού ξυπνήσει όλη η οικογένεια, ταϊστεί- από μένα φυσικά- ετοιμαστεί, λάβει θέση στο αυτοκίνητο και περάσουμε τις δύο στάσεις των σχολείων, αρχίζει η μέρα. Δεύτερος καφές (ο πρώτος δε μετράει, λέμε) και η απόλαυση ξεκινά.

Ήδη, η πρώην αμερικανική βάση Γουρνών έχει μπει ως κουκίδα στον χάρτη της καθημερινότητάς μου.

Εκεί πήγαν οι κόρες μου παιδικό και τώρα τελειώνει η μικρή το νήπιο.

Εκεί έχω γνωρίσει όμορφους ανθρώπους από διάφορα σημεία της χώρας που άνοιξαν το σπίτι τους σε μένα και τα παιδιά μου, παίξανε με το πατίνι και το ποδήλατο, φύσηξαν κεράκια σε τούρτες γενεθλίων.

Όταν η μέρα είναι ήρεμη, εκεί περνάω τις στιγμές που χαρίζω αποκλειστικά στον εαυτό μου, μια βόλτα με τα πόδια-τώρα με το σκύλο πια- ως το λιμανάκι, όπου πέφτει ο Σταυρός την ημέρα των Θεοφανίων (από τότε που μετακόμισα απολαμβάνω αυτό τον εορτασμό, όπως και την παρέλαση…) λίγα βότσαλα στη θάλασσα, καμία φωτογραφία για να απαθανατίσει το τοπίο που με γαληνεύει και φορτίζει τις μπαταρίες για τη μέρα που θα ακολουθήσει: συμμάζεμα, μαγείρεμα, τηλέφωνα για δουλειά και μπλα μπλα μπλα…

Ακόμα και τα χαλάσματα, εγώ τα αγαπώ, τα συνθήματα στους τοίχους, κάποιες κρυψώνες που έχω ανακαλύψει πως αποτελούν καταφύγιο για εφήβους της γειτονιάς και των σχολείων της περιοχής.

Περνάω και σκέφτομαι πώς ήταν η βάση πριν, έχω ακούσει ιστορίες από τους στρατιωτικούς φίλους μας, από κατοίκους του χωριού, όπως το αποκαλούν- αν και εγώ δε δέχομαι να λέω ότι έφυγα από το Ηράκλειο για να ζήσω σε χωριό.

Ό,τι πρόσφεραν οι Αμερικανοί στο χωριό (ας είναι…), το μεγαλύτερο πλιάτσικο της τοπικής ιστορίας που ακολούθησε και τώρα μια άδεια πισίνα, ένα δημαρχείο, μια χούφτα σχολεία, ένα ενυδρείο, ένα επιστημονικό κέντρο που οι κόρες μου κοιτούν με δέος όταν τους λέω ότι πηγαίνω συχνά για ρεπορτάζ.

Η γειτονιά μου, ένα μέρος όπου πηγαίνω με τα πόδια, με τα χίλια στραβά του και τις εκατομμύρια προοπτικές.

Ένα μέρος που θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης όλων των Ηρακλειωτών και επειδή είμαι τοπικίστρια θα πω: και όχι μόνο.

Μια «ανάσα» πριν τη επέλαση του κοροναϊού θυμάμαι τα τοπικά κανάλια να έρχονται για ρεπορτάζ Καθαρά Δευτέρα και να μεταδίδουν εικόνες από τις τόσες οικογένειες που πετάνε αετό στη βάση.

Γιατί όπως λέει και μία ψυχή, εκεί που οι άλλοι πάνε διακοπές, εμένα είναι το σπίτι μου.

Όπως λέει και το αγαπημένο μου τραγούδι, εγώ θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο, τσάμπα οικόπεδο σε παραλία.

Πραγματικά δε με ενδιαφέρει ποιος αλλά κάποιος να το φτιάξει, αλλιώς να το παρατήσει ήσυχο. Όμορφο το κάνουμε εμείς.

Και μόνο οι βάρκες, τις βλέπω και σκέφτομαι ότι κάποτε θα μπει και του Γιάννη ανάμεσά τους με ένα όνομα που φυσικά θα διαλέξω εγώ (τον έχω προειδοποιήσει, θα κοτσάρω την καπελαδούρα και θα παριστάνω τη Μανταλένα)- και οι συνταξιούχοι που δίνουν ραντεβού εκεί, που περνάω κάθε μέρα και ανταλλάζω μια καλημέρα, εμένα μου αρκούν.

Ο δικός μου παράδεισος δεν είναι για παζάρια και σίγουρα δε θα δεχτώ να μου τον στερήσει κανείς.