Το Ηράκλειο είναι ένα θλιβερό παράδειγμα μιας πόλης που -όχι άδικα- χαρακτηρίστηκε ως η “Μέκκα των αυθαιρέτων”

Ο Ιούλιος μάς αποχαιρέτησε αφήνοντάς μας …εγκαυματικές οδύνες, από τις φλόγες της εθνικής τραγωδίας που δε λένε να σβήσουν, καθώς το βάθος και η έκταση των ανθρώπινων δραμάτων δεν παίρνουν τέλος.

Χανόμαστε αγκαλιά, άλλοτε από τις πυρκαγιές και άλλοτε από τις πλημμύρες και ερχόμαστε κάθε φορά αντιμέτωποι με αλήθειες που καίνε, την ίδια ώρα που μας πνίγουν τα επαναλαμβανόμενα λάθη.

Και το χειρότερο όλων είναι οι εύκολοι συμψηφισμοί μιας γενικής απόδοσης ευθυνών, που λειτουργεί σα βολικό προκάλυμμα συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών που βάζουν την αξία του χρήματος πάνω από την ανθρώπινη ζωή.

Ο ανηλεής βιασμός της φύσης από την επέλαση των εργολαβικών συμφερόντων όχι μόνο ποτέ δεν τιμωρήθηκε, αλλά προστατεύθηκε περίτεχνα από πολιτικές πρακτικές που έθρεψαν την ανθρωποκτόνα κερδοσκοπία, καθώς ζούσαμε μεγάλες στιγμές στον αστερισμό της αντιπαροχής και της οικοπεδοποίησης, που αποδείχτηκε εξαιρετικά επικερδής ψηφοθηρικά.

Την ίδια ώρα, οι ασύλληπτες αγκυλώσεις στην εξέλιξη των σχεδίων πόλης εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται υπό το αθωωτικό πρίσμα της γραφειοκρατικής παθογένειας του κράτους, ενώ υπάρχουν βαρύτατες πολιτικές ευθύνες τις οποίες κανείς Ιορδάνης ποταμός δεν μπορεί να ξεπλύνει.

Το Ηράκλειο είναι ένα θλιβερό παράδειγμα μιας πόλης που -όχι άδικα- χαρακτηρίστηκε ως «η Μέκκα των αυθαιρέτων», καθώς η εκτός σχεδίου πόλης δόμηση δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.

Περιοχές όπως οι δυτικές συνοικίες, εκεί όπου τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς μια παιδική χαρά για να τρέξουν ελεύθερα, όπου οι αποχετεύσεις και τα δίκτυα υποδομής είναι ανύπαρκτα, όπου οι δρόμοι στενεύουν επικίνδυνα και τα σπίτια είναι χτισμένα το ένα πάνω στο άλλο, δεκαετίες τώρα περιμένουν μια πολεοδομική μελέτη που θα αποκαθιστά συνθήκες μιας αξιοπρεπούς και ασφαλούς διαβίωσης.

Μετά το φιάσκο της πολεοδομικής μελέτης του Υπουργείου Περιβάλλοντος που τινάχθηκε στον αέρα, αφού πρώτα διατέθηκαν απίστευτα χρηματικά ποσά, χρόνια τώρα η τοπική κοινωνία παραμένει μετέωρη σε πολιτικές δεσμεύσεις για τη δρομολόγηση λύσεων που δεν έρχονται.

Το ίδιο ισχύει και για τα φράγματα ανάσχεσης του Γιόφυρου, που κάθε χειμώνα γίνεται ο εφιάλτης των δυτικών συνοικιών και ζουν με τον τρόμο μιας ακόμα πλημμύρας.

Και εύλογα κανείς αναρωτιέται: μέχρι πότε η διασφάλιση των όρων της πολιτικής προστασίας και της αξιοπρεπούς διαβίωσης των κατοίκων θα αντιμετωπίζονται με την ίδια ανακυκλούμενη πολιτική πρακτική της αναβλητικότητας όταν καραδοκούν τόσοι θανάσιμοι κίνδυνοι και από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούμε να βρεθούμε στο μάτι μιας ασύλληπτης καταστροφής που είναι απλώς θέμα χρόνου να εκδηλωθεί;