Λειτουργούμε ως αποστασιοποιημένοι παρατηρητές, εξακολουθώντας να βιώνουμε την «αθάνατη» πλευρά του εαυτού μας

Στη δουλειά μας έχουμε μάθει να περιγράφουμε τον πόνο του άλλου. Για την ακρίβεια, δεν το έχουμε μάθει κυριολεκτικά, έχουμε απλώς μια σχετική εμπειρία, γιατί ο καθημερινός πόνος γίνεται υποχρεωτικά μέρος της εργασίας μας.

Άλλοι τον αντιμετωπίζουν ανθρώπινα, άλλοι κυνικά, άλλοι διεκπεραιωτικά και κάποιοι άλλοι… εμπορικά (ναι, πάντα υπάρχουν κι αυτοί). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο πόνος ανήκει σε κάποιον άλλο και όχι σε μας.

Οπότε ανεξάρτητα από το μοντέλο διαχείρισης που ακολουθούμε, λειτουργούμε ως αποστασιοποιημένοι παρατηρητές, εξακολουθώντας να βιώνουμε την «αθάνατη» πλευρά του εαυτού μας. Κι αυτή είναι η γενική συνθήκη. Δ

εν μπορεί να αλλάξει δυστυχώς κι αν σε κάποιες περιπτώσεις ο δημοσιογράφος, είναι τρόπον τινά και «παθών», το ρεπορτάζ αποκτά τέτοιους συναισθηματισμούς (συνήθως, όχι πάντα) που παύει να παραμένει κατά το δυνατόν αντικειμενικό.

Κι αυτά συμβαίνουν από τη δική μας σκοπιά. Είτε πρόκειται για κάποιο τροχαίο δυστύχημα, είτε πρόκειται για ασθένεια, είτε πρόκειται από επιπλοκές σε εμβόλιο, που αυτές τις ημέρες «παίζουν» ψηλά στην επικαιρότητα. Αναρωτηθήκαμε όμως άραγε, τι συμβαίνει από τη σκοπιά εκείνων που μας διαβάζουν; Πόσο μάλλον των οικείων προσώπων εκείνων που υποφέρουν;

Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη εξίσωση. Γιατί για εκείνους τους ανθρώπους η αγωνία τους δεν μεταφράζεται σε δουλειά, δεν μεταφράζεται σε λέξεις σε πληκτρολόγια, ούτε όμως και σε ρεπορτάζ. Η αγωνία τους μεταφράζεται σε ώρες, σε λεπτά, σε δευτερόλεπτα, από τα οποία μπορεί να κριθεί μια ανθρώπινη ζωή

. Κι αν εμείς για παράδειγμα κάνουμε ένα λογικό για τη δουλειά μας, λάθος ταχύτητας, μπορεί για εκείνους να είναι ένα λάθος ασυγχώρητο ή κομβικό. Αν εμείς μεταφέρουμε τις κυνικές, πολλές φορές off the record πληροφορίες, διότι πάντα μέσα μας κρύβουμε ένα σαράκι κλειδαρότρυπας, ενδέχεται να προκαλέσουμε καρδιακά επεισόδια. Κυριολεκτικά.

Αυτές οι δύο όψεις ενός τραγικού νομίσματος με απασχολούσαν πάντα. Κι ακόμα με απασχολούν. Στο μυαλό μου είναι καρφωμένος ο κυρ Στέφανος, που προσπαθούσα να του εξηγήσω μια πραγματικότητα προφορικά, όμως εκείνος προτιμούσε να διαβάσει το ρεπορτάζ που υπέγραφα ο ίδιος γιατί «η εφημερίδα τα λέει πιο καλά».

Σκέφτομαι πως η διαχείριση μιας τραγωδίας είναι πάντα δύσκολη για όλους. Κι ακόμα σκέφτομαι εκείνη τη μάνα, που ζητούσε να πάρω μαζί μου τη φωτογραφία της νεκρής κόρης της με τον αριθμό 8766 γιατί σε αυτή ήταν «χτενισμένα τα μαλλάκια της».

Σε τέτοιες περιπτώσεις κι οι δημοσιογράφοι λυγίζουν. Κι εκείνοι κάνουν λάθη. Κανείς δεν αποδίδει κάθε μέρα 100 %. Όμως πώς να ζητήσεις από έναν σύζυγο που χάνει τη γυναίκα του να δικαιολογήσει τα δικά σου «καθημερινά» λάθη, που ενδεχομένως τον εκθέτουν;

Απλά δεν μπορείς.

Κι έτσι όμορφα κι απλά, συνεχίζουμε ζωές και λάθη σε μια κοινωνία κι ένα μιντιακό σύστημα που «ψοφά» για θάνατο και αίμα.