Αυτά μέχρι τη στιγμή ένα δυσάρεστο γεγονός που συνέβη στην οικογένεια μου ανέτρεψε την κατάσταση. Ο εξάδελφος μου ο Φραγκής έφυγε από τη ζωή στα 60 του χρόνια. Και προφανώς δεν θα μπορούσε να αποτελέσει σε καμία περίπτωση την έμπνευση αν δεν ήταν αυτός που ήταν.

Ο Φραγκής λοιπόν, από τότε που εγώ τον θυμάμαι, δεν έμοιαζε με τα άλλα παιδιά. Στο χωριό, όταν είμαστε μικροί, άκουγα να λένε πως «το μυαλό του δεν κόβει».

Η αλήθεια είναι πως ήταν διαφορετικός αλλά ήταν ένα παιδί καλοπροαίρετο και χαρούμενο που έκανε αστεία, μερικές φορές λίγο χοντροκομμένα, και ήθελε να είναι πάντα με παρέα.

Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως αυτό που είχε ο εξάδελφος μου ήταν ότι μεγάλωνε το σώμα του όπως εμάς, αλλά δυσανάλογα με το μυαλό του. Συνέχιζε να κάνει τα ίδια αστεία και να χειροκροτεί όταν κάτι του άρεσε πολύ.

Το συζητούσα και με τα υπόλοιπα ξαδέρφια μου, χωρίς να γνωρίζουμε αν ο Φραγκής μας γεννήθηκε έτσι ή έπαθε κάτι μετά τη γέννηση του (κάτι συγκεχυμένες κουβέντες ακούγαμε από τους μεγάλους).

Το σίγουρο ήταν ότι είχε νοητική υστέρηση αλλά προφανώς είχε γεννηθεί νωρίς και σε μια κοινωνία που δεν ήξερε ή δεν ήθελε.

Δεν πήγε μαζί μας σχολείο, ούτε φυσικά το τέλειωσε αφού μετά τις πρώτες μέρες της σχολικής του ζωής σε ένα κανονικό σχολείο, εκείνα τα χρόνια δεν γνωρίζω αν υπήρχαν ειδικά σχολεία, σταμάτησε την προσπάθεια να μάθει γράμματα χωρίς να ξέρω κάτω από ποιες συνθήκες.

Συνέχιζε τη ζωή του χωρίς εκπαίδευση και χωρίς ουσιαστική στήριξη από κάποιον κρατικό φορέα, εκτός από κάποια πραγματικά επιδόματα, έχοντας δίπλα του «βράχο» την μάνα του την Κατίνα.

Όταν ερχόταν να μας επισκεφθεί, μεγάλος πια, απολάμβανε ένα ελληνικό καφεδάκι με ένα τσιγαράκι – τράκα, και ίσως ένα πιάτο σπιτικό φαγητό.

Η ζωή του δεν ήταν εύκολη κι εδώ ακριβώς είναι το θέμα για τον εξάδελφο μου αλλά και τα παιδιά με διαφορετικότητες κάθε είδους στην ελληνική ύπαιθρο και στις ελληνικές πόλεις, αφού το «περίεργο κοίταγμα» και η κοινωνική απομόνωση είναι το λιγότερο που μπορεί να τους συμβεί.

Άλλωστε η φράση που συχνά και αβασάνιστα εκστομίζουμε «ο τρελός του χωριού» περαιτέρω ερμηνείες δεν χρειάζεται.

Όταν η μητέρα του έφυγε από τη ζωή ο εξάδελφος μου φιλοξενήθηκε σε ένα χώρο που όπως μας έλεγε και βλέπαμε σε φωτογραφίες γελούσε συχνά και συνέχιζε να παίζει παλαμάκια. Άλλωστε τι κι αν έμαθε να πίνει καφεδάκι και να καπνίζει πότε πότε και κανένα τσιγαράκι το μυαλό του έμεινε εκεί στα 10 του ίσως χρόνια.

Απλώς σκέφτομαι, τι θα είχε γίνει άραγε αν αυτό το παιδί δεν στερούταν την δυνατότητα της μάθησης και μιας άλλης κοινωνικοποίησης που θα περιλάμβανε αγάπη και κοινωνική αποδοχή;

Για το δικό μας τον άνθρωπο η ζωή που έζησε ήταν η καλύτερη ίσως εκδοχή με τα δεδομένα που υπήρχαν.

Όμως πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν αυτά τα δεδομένα; Όχι για τον εξάδελφο μου αλλά για τα χιλιάδες παιδιά και τις χιλιάδες οικογένειες που «σηκώνουν τους σταυρούς» της διαφορετικότητας.

Ξέρετε αυτή η διαφορετικότητα κρύβει κι άλλες πλευρές, ταλέντα, ευαισθησία, αγάπη και χαρά.

Μήπως αυτά πρέπει να βρούμε κι εμείς και η κοινωνία;

Γιατί ο Φραγκής και τα άλλα παιδιά, δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Θα έπρεπε να είναι παιδιά όλων μας!