Δεν ήταν αυτό το «φθηνότερα» που με άγγιξε. Ήταν αυτή η κίνηση συμμετοχής στη γιορτή

Ένα ταξίδι αναμνήσεων είναι κάθε χρόνο η 6η Αυγούστου. Μια ημερομηνία που τη χαίρομαι από την παραμονή της. Χωρίς απαραίτητα κάποιο ιδιαίτερα προσωπικό λόγο, αλλά γιατί είναι η γιορτή της παλιάς μου γειτονιάς και του Αφέντη Χριστού, της εκκλησίας στην οποία μεγάλωσα κυριολεκτικά.

Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά από τις εποχές που φορούσα μια κόκκινη στολή πιασμένη με παραμάνες, για να κρατώ υπερήφανα τις λαμπάδες και για να βάζω αρωματικό λιβάνι από τα Ιεροσόλυμα στο θυμιατό, δεν ξέρω πόσο κοντά βρίσκομαι στα θεία ή τον Θεό. Ξέρω όμως με μεγάλη σιγουριά, πως όλο αυτό το ταξίδι μένει χαραγμένο στο μυαλό με νοσταλγία και αγάπη.

Ήδη από την προηγούμενη Κυριακή, βλέποντας τα σημαιάκια να ανεμίζουν στην Εμμανουήλ Μπαντουβά, που εγώ θυμάμαι Ολύμπου, μέσα μου γέμιζα χαρά για τη γιορτή μιας μικρής γειτονιάς που μάλλον μεγάλωσε. Στο ζαχαροπλαστείο χθες, που πλέον είναι και φούρνος αλλά οι άνθρωποί του δεν έχουν αλλάξει, υπήρχε μια μεγάλη πινακίδα: «Για τη γιορτή του Αφέντη Χριστού όλες οι αρτοκλασίες φθηνότερα». Δεν ήταν αυτό το «φθηνότερα» που με άγγιξε. Ήταν αυτή η κίνηση συμμετοχής στη γιορτή. Κι απέναντι, ασφαλώς, το ψητοπωλείο κλειστό. Σεβασμός στον Δεκαπενταύγουστο.

Φθάνοντας με τους άρτους και το πρόσφορο το απόγευμα λίγο πριν την εκκλησία, ανέβαινα τα σκαλοπάτια γυρνώντας τα χρόνια πίσω.

«Όχι εκεί παιδί μου τους άρτους», θέλησε να με προλάβει ένας ηλικιωμένος κύριος, που προφανώς δεν γνώριζε τα «ιερατικά» μου ένσημα, τα οποία έφθαναν σχεδόν ως την ενηλικίωση. Δεν απάντησα. Απλώς μπήκα στους γνώριμους σε μένα χώρους, άφησα τους άρτους και το πρόσφορο στη θέση που έπρεπε και ξαφνικά ήρθε σαν λάμψη το παρελθόν. Μου θύμισε στιγμές αγάπης και ηρεμίας, μαζί με τον παππού μου και τον τρόπο που με μάθαινε να τεμαχίζω άρτους, αλλά και να ρίχνω το λάδι και το κρασί στα μεγάλα δοχεία, χωρίς να λερώνω τα «καλά» μου ρούχα.

Οι αναμνήσεις άρχιζαν να αναπηδούν στο μυαλό διαρκώς. Και να με επιστρέφουν σε μια εποχή αθωότητας, που η προσφορά στην εκκλησία έμοιαζε με καθήκον εσωτερικό. Κι έτσι όπως θυμόμουν το τρέξιμο στην αυλή της εκκλησίας, το κουβάλημα των κεριών, το κόψιμο των άρτων κι όλες τις υπόλοιπες ασχολίες, ήρθαν στο μυαλό οι άνθρωποι για τους οποίους ευχόμουν υγεία αυτή τη χρονιά.

Για κάποιους από αυτούς γνωρίζω πως η υγεία μάλλον δεν υπάρχει πια ως επιλογή. Κι ίσως να είναι μάταιη η ευχή. Γνωρίζω επίσης πως, αν τους προσφέρω ένα κομμάτι άρτο από τον Αφέντη Χριστό, μπορεί ακόμα και να σκεφθούν πως η θρησκεία είναι ένα ψέμα κοινωνικό.

Και μέσα μου ίσως δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτόν τον άγνωστο Θεό. Αυτός ο «άγνωστος» όμως είναι ένα μέρος της δικής μου ελπίδας. Κι όσο συνδέεται με κάποιες από τις καλύτερες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, κρατάει αυτή την ελπίδα ζωντανή.