Κατέβασε το κεφάλι και έφυγε, κουβαλώντας στην πλάτη της όλη τη θλίψη του κόσμου

Πρωί-πρωί Κυριακής χτυπάει επίμονα. Με το ένα χέρι την πόρτα, με το άλλο το κουδούνι. Πατάει το κουδούνι σα να έχει κολλήσει  με logo το δάκτυλό της πάνω. «Πότε θα πάμε βόλτα; Πότε θα πάμε βόλτα;» ρωτάει επαναλαμβανόμενα τον εγγονό της  μόλις τον αντικρίζει στο κατώφλι.

«Γιαγιά, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά τώρα. Δεν είπαμε ότι υπάρχει αυτός ο ιός και πρέπει να καθόμαστε στο σπίτι;». Δεν είπε λέξη η γιαγιά. Κατέβασε το κεφάλι και έφυγε, κουβαλώντας στην πλάτη της όλη τη θλίψη του κόσμου.

Λίγα λεπτά αργότερα η πόρτα ξαναχτύπησε. Ήταν και πάλι η γιαγιά. «Θα πάμε βόλτα; Πότε  θα πάμε βόλτα;». Είναι τώρα ένας χρόνος που η γιαγιά Καλλιόπη  έχει πιαστεί  στα δίχτυα της αρρώστιας που κατατρώει σαν σαράκι αναμνήσεις και μνήμες…

Μέχρι τα 84 η γιαγιά πετούσε. Σεργιάνιζε στις γειτονιές σαν κοριτσόπουλο. Αυτές οι βόλτες ήταν το οξυγόνο και η αναπνοή της. Περιορίστηκαν  με τον καιρό, όμως η γιαγιά Καλλιόπη είναι ατίθασο κορίτσι. Δύο-τρεις φορές χρειάστηκε να την ψάξουν.

Την τελευταία φορά την βρήκαν να κάθεται σε μία παιδική χαρά με ένα σκύλο…

«Γιαγιά, είπαμε ότι τώρα δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Πρέπει να καθόμαστε στο σπίτι μας. Είναι αυτός ο ιός…». «Και πότε θα πάμε βόλτα;» επέμεινε. «Θα πάμε τις επόμενες ημέρες…» αποκρίθηκε ο εγγονός. Η γιαγιά πήρε πάλι αυτή την περίλυπη έκφραση. Έκανε να φύγει… Γύρισε όμως πίσω.

«Να μπω μέσα;» ρώτησε τον εγγονό. Σφίχτηκε η καρδιά του.  Όμως δεν μπόρεσε να της το αρνηθεί. Τα δισέγγονα οδηγήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στο παιδικό δωμάτιο. Να μην έρθουν σε επαφή με τη γιαγιά για την προστασία όλων.

Στεναχωρήθηκαν και αυτά τα καημένα. Όταν τα βλέπει η γιαγιά τα «πνίγει» στις αγκαλιές και στα φιλιά. Κάθισε δύο λεπτά στον καναπέ. Σηκώθηκε σαν να καθόταν ώρες και κίνησε να φύγει. Πριν περάσει το κατώφλι ρώτησε ξανά τον εγγονό της σχεδόν με παρακλητικό ύφος: «Όταν θα πάτε βόλτα, θα με πάρετε και εμένα, ε;».

«Ναι γιαγιά, θα σε πάρουμε» αποκρίθηκε ο εγγονός, περίλυπος και αυτός. Την αγαπάει πολύ τη γιαγιά Καλλιόπη, πώς να νικήσει όμως ύπουλους και αόρατους εχθρούς; Ακόμα και από τον κοροναϊό, τα πιο εξοντωτικά είναι τα παιχνίδια του μυαλού.

Εκείνη ποτέ δεν του αρνήθηκε καμία βόλτα, κανένα χατίρι, κανένα χάδι.  Περπάτησαν λίγο κάτω από τον κυριακάτικο ήλιο και την συνόδευσε μέχρι την πόρτα της δικής της αυλής.

Χάιδεψε τα μαλλιά της κόντρα στις απαγορεύσεις της εποχής. «Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι…» ψέλλισε σχεδόν κομπιάζοντας. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά  και η πόρτα  ξαναχτύπησε…

Αχ βρε  γιαγιά!