Της Λίλιαν Δαφερμάκη

Μετά την καταψήφιση της πρότασης δυσπιστίας, η κυβέρνηση μπορεί να αισθάνεται συσπειρωμένη  αλλά  και εμείς βαθύτερα προσβεβλημένοι από τους  θεατρινισμούς μιας εγκληματικής πολιτικής που μας κουνούσε το δάχτυλο ότι τα τρένα είναι ασφαλή, για να κόβουμε εισιτήρια, και μετά το έγκλημα των Τεμπών αυτοαθωώνεται με το αφήγημα του «ανθρώπινου λάθους».

Και μάλιστα η κυβέρνηση δε δίστασε να χειροκροτήσει τον εαυτό της με ένταση και πάθος την ώρα που αποδεικνύεται στην πράξη αμετανόητη, ανάλγητη και προκλητική. Από τη μια ο πρωθυπουργός  ζήτησε «συγγνώμη εξ ονόματος όλων όσοι κυβέρνησαν επί δεκαετίες χωρίς να μπορέσουν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα των ελληνικών σιδηροδρόμων», όμως από την άλλη δεν βρήκε ψήγμα επιλήψιμου στοιχείου για τη δική του πολιτική ηγεσία αλλά και τον τότε υπουργό του, Κ. Καραμανλή.

Τον άνθρωπο που  μια εβδομάδα πριν το έγκλημα στα Τέμπη μάς έλεγε θιγμένος ότι «μια υπεύθυνη πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών» σημειώνοντας σκωπτικά ότι  «είναι ντροπή να μπαίνουν θέματα ασφάλειας για τον σιδηρόδρομο». Ο ίδιος άνθρωπος που ήθελε «βουβό πόνο» και άλαλη διαμαρτυρία, έφτασε στο σημείο να εκστομίσει ότι «η τραγωδία γίνεται καθημερινό αντικείμενο μικροκομματικής εκμετάλλευσης».

Μάλιστα κατέληξε να δηλώσει πως «κανείς δεν θέλει να λάμψει η αλήθεια περισσότερο από εμένα», την ίδια ώρα που δεν αναγνώρισε μισό λάθος για τους δικούς του πολιτικούς χειρισμούς, τους οποίους καμιά κολυμβήθρα του Σιλωάμ δεν μπορεί να ξεπλύνει. Ο ίδιος άνθρωπος -σε ένα αβάσταχτο θέατρο του παραλόγου- είχε τη «συγκλονιστική» πολιτική γενναιότητα ισχυριστεί ότι «δεν κρύφτηκα και δεν κρύβομαι πίσω από καμία βουλευτική ασυλία», όμως φρόντισε να μας θυμίσει ότι «το θέμα των Τεμπών υπάγεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος», δηλαδή στον απαράδεκτο νόμο περί ευθύνης υπουργών. Πόσο βολικά όλα για τον εαυτό τους. Για τον κόσμο τους. Γιατί σε αυτή τη ζωή υπάρχει ο κόσμος τους και ο κόσμος μας. Ο κόσμος τους,  που ξεπουλά ότι έχει μείνει όρθιο στον τόπο μας, που κονιορτοποιεί  την υγεία, την παιδεία, τις δημόσιες δομές, για να μπουκώσει τους ιδιώτες, που παραδίδει το φυσικό μας πλούτο στα χέρια επενδυτικών ομίλων και σκληρών οικονομικών συμφερόντων,  που ποινικοποιεί και τρέχει στα δικαστήρια τους αγώνες και τις κοινωνικές αντιδράσεις, όταν δεν βάζει απέναντι τους τη βίαιη καταστολή.

Και ο κόσμος μας που ζει την παραζάλη από τα αλλεπάλληλα σοκ των απωλειών των χρόνιων κεκτημένων του, της αξιοπρέπειας της ζωής και των ονείρων του. Ο κόσμος μας που μετατρέπεται σε επαίτης επιδομάτων, που αγωνιά για το καθημερινό φαγητό στο τραπέζι του, για το πως θα πληρώσει τους λογαριασμούς που τον πνίγουν, πως θα πληρώσει το ιδιωτικό νοσοκομείο στο οποίο μας εξωθούν.

Ο κόσμος μας… που κάποιοι κάνουν το λάθος να ξεχνούν πως αργά ή γρήγορα θα γίνει  “το τέκνο της Ανάγκης και ώριμο τέκνο της Οργής”…