Η Λούλα Μεταξά έχει επιλέξει στον ελεύθερο χρόνο της να ασχολείται με τη ζωγραφική σαν στασίδι εξομολόγησης ή και ως λύτρωση από υπερεπείγουσες ανησυχίες. Ανήσυχη ταξιδιώτης των εσωτερικών της τοπίων και έμπλεη εμπνεύσεων υπηρετεί αδιάκοπα την Αγία των συναισθημάτων, την τέχνη της ζωγραφικής με ψιθυριστούς υπαινιγμούς αναζητώντας το ψυχολογικό ισοδύναμο που απαντά στον υμνολογικό οίστρο του βιώματος.
Μύστης ποικίλων προβληματισμών εκφράζει σε σύζευξη λόγου και εικόνας τα βιώματα και τα τραύματα της. Με όρθιο θάρρος τόλμησε, δεν την παρέσυρε η θλίψη και ο στεναγμός, να ασχοληθεί με τα χρώματα που εν τέλει μορφοποίησαν τον εσώτερο εαυτό της. Η τέχνη λυτρώνει αρκεί να την εκφράσεις με έντιμο, τίμιο τρόπο και απόλυτη αλήθεια, όπως θα έλεγε και ο Α. Τσέχοφ.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγησή της διηγείται ενδόμυχες παιδικές ανεπάρκειες. Λένε πως πατρίδα μου είναι η παιδική ηλικία. Κάθε της πίνακας αφαιρεί ή προσθέτει συναισθήματα, κρύβει ή φανερώνει μικροεικόνες ενός βαθύτερου ψυχισμού σε μια de profundis εξομολόγηση. Οι εικαστικές της αναφορές είναι ο β’ όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η αποκρυπτογράφηση των ψυχικών μηνυμάτων. Είναι μια θητεία στα χρώματα, μια ιχνηλασία στα βήματα του χρόνου.
Οι πίνακές της στέλνουν εικαστικά σήματα της ενατένισης, της αναπόλησης, της μνήμης. Είναι έντονα διακριτές οι αναλογικές σχέσεις ανάμεσα στο χρωματικό μέλισμα και τη σχεδιαστική απεικόνιση. Το σχέδιο και το χρώμα λειτουργούν ως ανταλλάξιμες έννοιες σε μια προφανή “συναισθησία”. Αντιστικτικά οι γραμμές είναι η χρωματική εκδοχή των εικαστικών κανόνων, μία διεύρυνση των εικαστικών δυνατοτήτων. Στους πίνακές της αναζητείται ο “εσωτερικός παλμός”, γιατί η εικονογραφική παράσταση ακόμη κι αν δεχτούμε ότι κάποτε απιστεί, στην πραγματικότητα είναι μία ανθρώπινη συνθήκη με νόημα και “το νόημα είναι ο κυματισμός του βιώματος”.
Η Λούλα Μεταξά χρήσιμα ανατρεπτική με εύρος φαντασίας αρέσκεται να σχοινοβατεί ανάμεσα στον γυμνό ρεαλισμό και τ’ όνειρο. Φαίνεται ότι δεν έχει παραιτηθεί ποτέ από την ομορφιά γιατί “ακούγεται ακέραιο με ό,τι λανθάνει πίσω από το ευφάνταστο…”. Επιστρέφει διαρκώς στον εαυτό της, συνομιλεί μαζί του και σχεδιάζει έτσι το προσωπικό της αφήγημα. Η εικονική της διήγηση αποκαλύπτεται ως ένα καλλιεργημένο εικαστικό αίσθημα, σχεδόν δοξαστικό, που με συγκίνηση, ευαισθησία και δεξιότητα συναντά τη ματιά του παρατηρητή ως πρόσχημα για μια αναδιήγηση, μια μαρτυρία άξια του ονόματός της.
Τελικά τι είναι αυτή η έκθεση; Είναι ένα ταξίδι ποικίλων αισθημάτων με αφετηρία τον πόνο, τη θλίψη, το τραύμα, αλλά τελικό προορισμό την Ιθάκη, το άπλωμα της ψυχής, την ανάταση και την ίαση δια της τέχνης. Ένα φασματώδες ουράνιο τόξο με όλες τις ψυχικές μεταπτώσεις από το πένθιμο ιώδες έως το πράσινο της επούλωσης και της ελπίδας. Μία ρωγμή στον εφησυχασμό των συναισθημάτων. H Magdalena Wozniak Mellissourgaki (Akademia sztuk piek nych w warszawie) ως έμπειρος εικαστικός η ίδια, επιμελήθηκε με ευφυή τρόπο την έκθεση. Με το φέγγος της δοτικότητάς της “φώτισε” την έκθεση και με τη γραμματική της φαντασίας συντόνισε κάθε λεπτομέρεια και πτυχή της δημόσιας παρουσίασης των πινάκων.
Συγκινητική η παρέμβαση (ομιλία) της κ. Β. Μεταξά που δεν δυσκολεύτηκε να μας πείσει πως “Η αγάπη θέλει λίγο χώμα για να φυτρώσει”.