Θανάσης Σκορδαλός (1920-1998)*

Στις 8 Φεβρουαρίου 1984 ο Δήμος Ηρακλείου και το Πανεπιστήμιο Κρήτης τίμησαν τον έξοχο μουσικό δημιουργό και σεμνό καλλιτέχνη της Κρητικής Μουσικής Θανάση Σκορδαλό. Η τιμητική εκδήλωση έγινε στην αίθουσα της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο.

Την εκδήλωση χαιρέτισαν ο τότε πρόεδρος του Συλλόγου Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής κ. Γιώργος Καλομοίρης και ο πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Κρητικής Μουσικής αείμνηστος Κώστας Πετρόπουλος. Εκ μέρους της τότε Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης και του προέδρου της κ. Γρηγόρη Σηφάκη μίλησε ο καθηγητής και αργότερα πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Γιώργος Γραμματικάκης.

 

 

Ακολούθησε η κεντρική ομιλία της βραδιάς. Είναι το κείμενο που δημοσιεύεται παρακάτω.

Μετά απ’ αυτήν, ο τότε δήμαρχος κ. Μανώλης Καρέλλης απένειμε στον Θανάση Σκορδαλό, εκ μέρους του Δήμου Ηρακλείου, τιμητικό δίπλωμα «αναγνωρίζοντας τη μακρόχρονη και δόκιμη προσφορά του στη διάσωση και διάδοση της Κρητικής Μουσικής». Το δίπλωμα είχε φιλοτεχνήσει ο μοναχός της Ι.Μ. Επανωσήφη Γαβριήλ Μαμουγιώργης.

Δεκαεφτά χρόνια από την τιμητική εκδήλωση και τρία μετά τη φυγή του μεγάλου δημιουργού της Κρητικής Μουσικής στην αιώνια σιωπή, δημοσιεύεται το κείμενο που διαβάστηκε στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου το 1984. Δεν υπήρξε κανένας ειδικός λόγος, που έμεινε αδημοσίευτο. Έφτανε που ο Θανάσης Σκορδαλός το είχε στα χέρια του ως χειρόγραφο και το χρησιμοποιούσε όπως νόμιζε καλύτερα.

Τώρα «ο μάγος» της λύρας έφυγε. Το κείμενο όμως έμεινε στο συρτάρι μου να βοά σαν επιθυμία ανικανοποίητη πότε με ύμνους από την οκτώηχο και φορές με σκοπούς και τραγούδια πνιγμένα στην ερωτική φλόγα των συρτών του.

Τον απόηχο της βοής αυτής επιδιώκει να φέρει λίγο πιο έξω από το συρτάρι η δημοσίευση της ομιλίας στους Κρητικούς Ορίζοντες2. Γι’ αυτό δίδεται όπως βγήκε τότε μέσα από το καμίνι των συναισθηματικών εκπυρώσεων, που μου προκαλούσε η Σκορδαλική λύρα, χωρίς σημερινές επεμβάσεις, λογικές επεξεργασίες, διορθώσεις ή προσθήκες. Ό,τι ειπώθηκε τότε, δεν ακυρώνεται από τη σημερινή -πιο ψυχρή- θεώρηση του έργου του.

Η μουσική του Θανάση Σκορδαλού εξακολουθεί να ζει μέσα μου, ως μια διαρκής εναλλασσόμενη φαντασία ηχοχρωμάτων και εκείνος ως ένας ευγενικός, γλυκομίλητος και αξέχαστος άνθρωπος. Γλυκομίλητος, γιατί, όταν μιλούσε, ετραγούδειενε και όταν τραγουδούσε εκουβέντιαζε.

Το κείμενο της ομιλίας

Αγαπητοί φίλοι της Κρητικής Μουσικής:

Πριν από λίγες μέρες στο χωριό «Αρμένοι» Ρεθέμνου ο Θανάσης Σκορδαλός μου γνώρισε έναν αληθινό Ζορμπά, όπως τον περιγράφει ο μεγάλος βιγλάτορας του Κάστρου Νίκος Καζαντζάκης.

Στο τραπέζι, ο Θανάσης του μίλησε για την αποψινή βραδιά. Κάποια στιγμή, ο Ζορμπάς των Αρμένων Αλέκος Φραγκιαδάκης τινάχτηκε στον αέρα, άνοιξε διάπλατα τις χερούκλες του -σαν αετός που του ’ρθε ν’ ανέβει τ’ αψήλου- και γυρνώντας προς το μέρος μου φώναξε:

-Φάε και πιες όσο μπορείς, για δα βουτήξεις σε μεγάλο ωκεανό! Χρειάζεσαι δύναμη ν’ αντέξεις τσι φουρτούνες και τσι μπονάτσες του.

Πιστεύω πως μέσα σ’ αυτή την αυθόρμητη αντίδραση του απλού εκείνου ανθρώπου, σε συνάρτηση με τη ζωνταvή λαϊκή μουσική παράδοση του Νησιού, πρέπει να αναζητήσομε το μέτρο, που θα βοηθήσει να δούμε τις πραγματικές διαστάσεις του λαϊκού καλλιτέχνη, που τιμάται απόψε και να εκτιμήσομε σωστά την προσφορά του στην Κρητική Μουσική. Βέβαια μια συντομογραφία, όπως τούτη, απομακρύνει πολύ από τα όρια του επιθυμητού, για σφαιρική ανάλυση του έργου μιας ζωής και καταντά τηλεγράφημα παλαιού τύπου «ελθέ τάχιστα» ή κάτι ανάλογο.

Ο Θανάσης Σκορδαλός γεννήθηκε στο Σπήλι Αγίου Βασιλείου Ρεθέμνου το 1920. Στο χωριό του -όπως τα περισσότερα της Κρήτης- πλέει μέσα σε παράξενες και χτυπητές αντιθέσεις. Το άγριο με το ήμερο συμπλέκονται και συνυπάρχουν σε Θεία αρμονία.

Νερά, πλατάνια, μηλιές, πορτοκαλιές, μερτές, ακρέβατοι, βαθυπράσινοι κισσοί που στεφανώνουν τα λυγάτα των νερόμυλων, ελιές, αμυγδαλιές, πρίνοι υπνωτισμένοι στην αγκαλιά της αγράμπελης, ασπάλαθοι και καρυδιές, συνταιριασμένα στην κοιλάδα του Σπηλίου

«Όνειρα πλέκουν μυστικά, σκέψεις κρυφές ταιριάζουν» στην απαλή κι ευαίσθητη ψυχή του ανήσυχου από τα παιδικά του χρόνια Θανάση.

Πάνω ανατολικά του χωριού -θεόρατο προσκυνητάρι τον ήλιου, της καταιγίδας και του φεγγαριού- η Πλαyιάδα, που είναι η δυτικότερη κορυφή της οροσειράς του Κέντρους.

«Γλυκά που βγαίνει απ’ το βουνό στο Σπήλι το φεγγάρι και λαμπυρίζει τα νερά και τωνε δίνει χάρη».

Στα νότια, ο Μέγας Ποταμός, τα υψώματα της Μουρνέ και στα δυτικά το Κουρταλλιανό Φαράγγι. Το φυσικό κανάλι, που ανοίγει τον ορίζοντα προς τις δυτικές επαρχίες και δέχεται μηνύματα από τον Αποκόρωνα και από του Ομαλού τα μέρη. Ο πατέρας του Γιάννης Σκορδαλός, έμμισθος δικαστικός κλητήρας στο Σπήλι, ήταν άνθρωπος γλεντζές, χορευτής και καλός τραγουδιστής. Στο ίδιο μήκος κύματος συvτονισμένη και η μητέρα του Γαρυφαλλιά, το γένος Λάμπη Κουμεντάκη. Κι ένα χωριό με ανθρώπους ήρεμους, μερακλήδες, καλούς χορευτές, όπως ο περίφημος Σταμάτης Παπαδάκης και τραγουδιστές, έτοιμους πάντα για «ψύλλου πήδημα» να στελιώσουνε γλέντι ή να «κάψουνε το πελεκούδι», όταν κάποιος παραβιάσει τους κανόνες της κοινωνικής ευταξίας.

Μέσα σ’ αυτή τη φυσική και κοινωνική σκηνογραφία άνοιξε τα μάθια της ψυχής του το Σκορδαλάκι. Πρώτη του βαθιά εντύπωση -όπως λέει ο ίδιος- μια λύρα κι ένα δοξάρι. Δεκάχρονος ακόμη γυρίζει στις ακροποταμίδες, στις πλαγιές και τα σόπατα ψάχνοντας ρυθμούς και μελωδίες στα τρεχούμενα νερά, στις τρίλιες της νεραϊδοποταμίδας, στο φύσημα τ’ αέρα ή στο πήδημα των κοπαδιών, όταν χύνονται από τα όρη στα χαμηλά, με τα κουδούνια κρεμασμένα στην καρδιά του Σύμπαντος να γλυκολαλούν.

Αμέτρητες φορές ανέβηκε στην Πλαγιάδα και μέσα στη Σπηλιάρα, που υπάρχει εκεί, έγραφε στίχους ή έπαιζε λύρα δημιουργώντας δικές του μουσικές φράσεις. Σ’ αυτό το φωτεινό σημάδι ένιωσε το πρώτο ερωτικό σκίρτημα: «Εις την Πλαγιάδα του Σπηλιού απάνω στσι πλακούρες, εκειά για σένα τσι ’νιωσα τσι πρώτες μου σκοτούρες».

Το μπιστεύτηκε στη γρανιτένια αμιλισιά της Πλαγιάδας και στοίχειωσε μέσα του ανεξάντλητη πηγή δημιουργίας και έμπνευσης. Μάταια ο δάσκαλός του πάσχιζε καθημερινά να τον συγκρατήσει στο σκολειό. Γι’ αυτόν, σκολειό ήταν το λυγάτο του νερόμυλου νότια του χωριού, ο άλλος νερόμυλος της Αγιάς Φωθιάς απόμακρα του χωριού στ’ ανατολικά και η Πλαγιάδα.

«Όλα τα δασκαλάκια τρέχαμενε στο σχολείο και το Σκορδαλάκι στο λυγάτο του νερόμυλου να παίζει τη λύρα», λέει χαρακτηριστικά η γειτονοπούλα των παιδικών του χρόνων κα Ελένη Καπετανάκη.

Το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον που έζησε, βοήθησε ώστε να διαμορφώσει χαρακτήρα ήπιο, έντονα κοινωνικό και ευαίσθητο δέκτη σε μηνύματα ειρηνικά και αγάπης. Από πλευράς μουσικών ερεθισμάτων, άκουσε αρκετές φορές το συγκρότημα Ροδινού-Μπαξεβάνη. Πρόσεξε ιδιαίτερα τη λύρα του πρώτου και το τραγούδι του δευτέρου. Εντυπωσιάστηκε από τους γνωστούς λυράρηδες Γιώργη Μαρκογιαννάκη, Αλέκο Καραβίτη, Λαγό, Καντέρη, Μιχάλη Πιπερή, τον περίφημο στο παίξιμο της Σούστας Καρεκλά και άλλους, που δρούσαν καλλιτεχνικά στα δυτικά διαμερίσματα. Επίσης δεν τον άφησε αδιάφορο και ανεπηρέαστο η αρρενωπή και δραστήρια μουσική έκφραση του Στρατή Καλογερίδη. Ακουμπώντας περισσότερο στο Ροδινό, πέρασε γρήγορα ανάμεσα από τους παραπάνω.

Πήρε εντελώς δικό του δρόμο στην έκφραση και το ύφος. Έγινε ένας λαϊκός καλλιτέχνης με ιδιαίτερο μουσικό πλάτος και πάθος ακαταλάγιαστο, όπως της θάλασσας. «…και πρέπει να πέσεις μέσα του σαν σ’ ένα πηγάδι, για ν’ αναδυθείς από την άβυσσο με μια φλέβα μυστικό νερό και καταποντισμένες αλήθειες», για να θυμηθούμε το Χιλιανό ποιητή Pablo Neruda να τραγουδεί στα υψώματα του Μάτσου-Πίτσου. Στις μουσικές συνθέσεις ή διασκευές του Θανάση Σκορδαλού συναντούμε την αμεσότητα που έχει ο λόγος και η πράξη του Κρητικού.

Χωρίς εισαγωγές, άσχετες με το θέμα ή ανούσιες πολλές φορές, όπως συνηθίζεται από άλλους εκτελεστές ή δημιουργούς της Κρητικής Μουσικής, μας δίδει ακέραιες φράσεις και ολοκληρωμένα νοήματα. Μέσα σε χαρακτηριστικές εναλλαγές ποικίλων θεμάτων περνά από το άγριο στο ορμητικό ή από το ρωμαλέο πέφτει στη μελαγχολική ηδυπάθεια. Την αγωνία του ανεβάσματος διαδέχεται η ομαλή κάθοδος. Την ένταση του πάθους και την κραυγή του πόνου αντικαθιστά πολλές φορές με συναισθήματα βαριάς θλίψης, που όμως δεν αφήνει να κυριαρχήσουν για πολύ. Με δύναμη ξαναγυρίζει στα γενεσιουργά αισθήματα έμπνευσης, ψάχνοντας λύσεις, ακόμη και βίαιες.

Κι όταν δεν δίδονται αμέσως, κατασταλάζει σε γλυκόηχες, τρυφερές ή μελαγχολικές αναζητήσεις, με στόχο τον έρωτα, την αγάπη, το φόβο της μοναξιάς, τις χάρες που συνθέτουν την ψυχή και το κορμί του ανθρώπου, περίσσια όμως της γυναίκας. Στα μουσικά κείμενα συνυπάρχει το δραματικό και το ρομαντικό στοιχείο, η στομφώδης μεγαλοπρέπεια και η χειμαρρώδης οργιαστική φαντασία. Έτσι μπορούμε να πούμε πως μας δίδει με καθάρια μουσικά νοήματα το ψυχογράφημα της ατομικής και κοινωνικής φιλοσοφίας των Κρητικών γενικά και ιδιαίτερα των κατοίκων της περιοχής απ’ όπου κατάγεται, με κυριαρχικό πάντοτε στοιχείο την αντινομία που δένει το άγριο με το ήμερο στο φυσικό περιβάλλον του Σπηλίου.

Πηγαία αισθήματα σε ρυθμό αναβλύζοντα με ακρίβεια, πάνω σε καλοδουλεμένες μουσικές φράσεις, θυμίζουν τα νερά της Κεφαλόβρυσης ενεργοποιημένα σε φλύαρα κουτσουνάρια, να διηγούνται «μερού-νυχτού» τα όνειρα του Κέντρους, ακολουθώντας το βαθύ μυστικό ποτάμι της μουσικής μας παράδοσης στο διαχρονικό του κύλισμα.

Είναι δύσκολο, νομίζω, να σκεφτεί κάποιος την έκφραση του ταλαντούχου μουσικοσυνθέτη Θανάση Σκορδαλού, να αγνοεί ή να απομακρύνεται από τις καταβολές ή τις βιωματικές επιδράσεις που δέχτηκε κι ακόμη δέχεται φοιτώντας χωρίς απουσία -μια ζωή ολάκερη- στο απέραντο Ωδείο της μουσικομάνας Κρήτης. Ποιος είναι ο Σκορδαλός ως αυτοδίδακτος λαϊκός οργανοπαίκτης, «ψηλά χαμηλά» ξέρομε όλοι. Τολμώ να πω μάλιστα πως, απ’ αυτή την πλευρά, έχει εκτιμηθεί πιο πολύ η προσφορά του.

Οι περισσότεροι τον ξέρουν ως τον καλύτερο λυράρη του Νησιού, τον ονομάζουν «μάγο της λύρας» και παραγνωρίζουν την άλλη -την πιο φωτεινή θα μου επιτρέψετε να πιστεύω- πλευρά, αυτή του λαϊκού μουσικοσυνθέτη. Επιχειρώντας μια μικρή προσέγγιση στο συνθετικό έργο του, ανακαλύπτομε ότι δε μοιάζει καθόλου τυχαίο ή περιστασιακό. Είναι έργο μιας συνείδησης ενορατικής που παρουσίασε στην πορεία του χρόνου πλούσια δημιουργική έκφραση και εξέλιξη σταθερά ανοδική.

Δεν πνίγηκε στα εφήμερα προσωπεία της σκοπιμότητας ούτε σαγηνεύτηκε από τα φώτα της προβολής ή της κερδοσκοπίας και δεν υπέκυψε στα καλέσματα των γοητευτικών σειρήνων του σύγχρονου μουσικού αμοραλισμού. Έμεινε σταθερός στην παράδοση. Ποτέ δεν τον είδα να παίζει λύρα, γιατί «πρέπει». Την αγκαλιάζει πάντα με τρυφερότητα και πάθος ερωτευμένου. Γι’ αυτό στο παίξιμό του κυριαρχεί βαθύ γλυκό αίσθημα και μια σ ύ ψ υ χ η ετοιμότητα, που αξιοποιεί δημιουργικά την κάθε στιγμή έμπνευσης. Και όταν όπως λέει τον «πιάνουν οι αιστήσεις της εξαλλοσύνης στο μεθύσι του παιξίματος, τότε…», ε,… τότε ο βρουχισμός, από το ορμητικό ξεπέταγμα των νερών της Σπηλιανής Κεφαλόβρυσης, μπερδεύεται στις κόρδες και το δοξάρι της λύρας του, μετουσιωμένος σε μουσικό αίσθημα λαμπικαρισμένο.

Έτσι οδηγείται στη μέθεξη της δημιουργίας. Είκοσι εφτά χρόνων, το 1947, γράφει τον πρώτο δίσκο με τον «Σπηλιανό Συρτό». «Μόνον εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει πως της αγάπης ο καημός τη σταματά τη σκέψη». Από τότε και μετά αρχίζει το καθαρά συνθετικό έργο του. Το 1948 κυκλοφορεί τον «Καλυβιανό Συρτό». «Να μπόρειες με τα μάθια μου να δεις την ομορφιά σου…» Τον επόμενο χρόνο ακολουθεί ο αϊβασιλιώτικος συρτός «εχάρισά σου την καρδιά…» και εξακολουθεί μέχρι σήμερα ακούραστα να συνθέτει και να γράφει κυρίως συρτούς, στους οποίους δείχνει ιδιαίτερη αγάπη και θεωρείται μάλιστα αξεπέραστος σ’ αυτούς, ή κάνει διασκευές σε παλιά μουσικά κομμάτια. Μια τέτοια υπέροχη διασκευή είναι το «Ξεροστερνιανό νερό» ή «ξεροστερνιανός συρτός». Από τις πάρα πολλές συνθέσεις του θα αναφέρω ενδεικτικά μερικές: Ρεθεμνιώτικος Συρτός: «Εσβήσανε τα όνειρα». Αποκορωνιώτικος Συρτός: «Κουράγιο κάνω στην καρδιά».

Συρτοί: «Με μαχαιριές πληρώνονται όσοι αγαπούν στ’ αλήθεια» και «Ανέ με δεις καμιά φορά». Συρτός της Νύχτας: «Ένας ψαράς-γερο-ψαράς». Ηρακλειώτικος Συρτός: «Ώσπου να ζει ο άνθρωπος». Ρεθεμνιώτικα «Πεντοζάλια». Νέος Συρτός: «Όλα για σένα τα ’παιξα γράμματα και κορώνα». Βαρσαμονερίτικος Συρτός: «Η νύχτα είναι μάρτυρας». Ηρακλειώτικες Κοντυλιές: «Γιατρούς δε θέλει ο πόνος μου». Συρτός Ρεθεμνιώτικος: «Ρωτούσι με ποιαν αγαπώ». Συρτός: «Στέσε χορό στο μνήμα μου».

Συρτός: «Ένας καινούργιος άνεμος» και άλλα… Νομίζω ότι είναι περιττό να τονίσω πως οι δημιουργίες αυτές είναι εμπνεύσεις της στιγμής, χωρίς καμιά μουσικοτεχνική προεργασία ή επεξεργασία. Έχει γράψει 260 μικρούς δίσκους των 45 στροφών, περίπου 30 μεγάλους των 78 στροφών και περισσότερες από 20 μαγνητοταινίες. Όπου υπάρχουν οργανωμένα κρητικά σωματεία στο εξωτερικό, τον έχουν προσκαλέσει, για να διασκεδάσει τους ξενιτεμένους αδελφούς μας.

Παντού δέχτηκε καταιγισμούς συγκινήσεων από την υποδοχή που έγινε στον ίδιο και το έργο του. Φαίνεται πως σε μια τέτοια εξουθενωτική από συγκίνηση στιγμή έγραψε: «Καλά ’ναι μπλιό η λύρα μου ήσυχο να μ ’αφήσει, δεν το πιστεύω άλλο κορμί αν θα την νταγιαντίσει». Ούτε κι εγώ πιστεύω πως ο εξορκισμός του αυτός πιάνει τόπο, γιατί ο ίδιος δεν αφήνει ήσυχη τη λύρα, μαρτυρώντας έτσι τον ασίγαστο έρωτα που έχει στην Κρητική Μουσική.

Η μουσική του Νησιού είναι μια φοβερά ευαίσθητη και ξεχωριστή σε πλούτο περιοχή της πολιτιστική μας παράδοσης. Ακραία και ασυμβίβαστη, όπως τα αισθήματα των γνήσιων Κρητικών, αντιπροσωπεύει τις πιο ραφιναρισμένες συναισθηματικές εξάρσεις του λαού μας στους αγώνες για τη λευτεριά και την ειρήνη. Γι’ αυτό η παραμικρή αλλοίωση στην έκφρασή της γίνεται αμέσως αντιληπτή και ο μουσικοθρεμμένος λαός μας από ένστικτο αντιδρά, απομονώνει και απωθεί -σαν κάτι ξένο κι επικίνδυνα μολυσματικό- το μουσικό κομμάτι που δεν είναι σύμφωνο με τα αισθήματά του.

Η μουσική μας παράδοση θέλει στη δούλεψή της αφοσιωμένους εργάτες. Ένας απ’ αυτούς και ο Θανάσης Σκορδαλός. Με συνέπεια και απόλυτο σεβασμό την υπηρετεί με πάθος πενήντα τόσα χρόνια. Αυτή η στάση -το μεράκι θα ’λεγα καλύτερα- είναι που τον ανεβάζει συνεχώς στη συνείδηση του λαού μας και τον τοποθετεί στην πλειάδα των κορυφαίων δημιουργών του κρητικού μουσικού μεγαλείου. Στο πρόσωπο του Θανάση Σκορδαλού δεν τιμάται μόνο ο αγώνας της προσωπικής δημιουργίας ή η προσφορά του στη διατήρηση και διαφύλαξη της μουσικής μας παράδοσης. Αναμφίβολα τιμάται απόψε η συναισθηματική αποκορύφωση της κρητικής λαϊκής ψυχής τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Σημειογραφείται η πορεία της στο ανέβασμα και καταξιώνεται ως μια από τις σημαντικότερες εκφράσεις του πολύπαθου λαού μας. Έτσι παραδεχόμαστε επιτέλους εμείς οι ίδιοι -και το λέω αυτό με ιδιαίτερη συγκίνηση- ότι έχομε μουσική ταυτότητα απαιτήσεων, που παίρνει διαστάσεις οικουμενικές. Γιατί η μουσική μας, ως γνήσια λαϊκή έκφραση, γεννιέται -χιλιετίες τώρα- στο μετερίζι των αγώνων για τη λευτεριά, την ειρήνη και την πρόοδο.

Ηράκλειο Γενάρης – Φλεβάρης 1984.

*26 χρόνια μετά τη φυγή του (22/4/1998) η μνήμη των φίλων του είναι παρούσα.

Δημοσιεύτηκε στο 10ο τεύχος της περιοδικής έκδοσης του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου «Κρητικοί Ορίζοντες» το 2001