Έχουν περάσει 14 μήνες από την ιστορική ομιλία του Μητσοτάκη το Μάιο του 2022 στο αμερικανικό Κογκρέσο, ενώπιον των μελών της γερουσίας και της Βουλής των αντιπροσώπων, μέχρι τη χτεσινή συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Τουρκίας μετά το πέρας της Συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους. Ήταν η πρώτη συνάντηση των δυο ανδρών από τότε που η εμπνευσμένη ομιλία Μητσοτάκη κέρδισε τις εντυπώσεις, τους ύμνους και τα χειροκροτήματα των μελών της γερουσίας, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση της Τουρκίας και το περίφημο εκείνο ξέσπασμα του Ερντογάν λέγοντας «Μητσοτάκης γιόκ».
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πολλά γεγονότα πέραν της επανεκλογής του προέδρου Ερντογάν και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη αντίστοιχα στην Τουρκία και στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα παραμένει πιστή όπως πάντα στις εθνικές και συμμαχικές της υποχρεώσεις, ενώ η Τουρκία έκανε άλλη μια μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα, με την άρση του βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Στο διάστημα αυτό η Ελλάδα ενισχύθηκε γεωπολιτικά, αμυντικά και οικονομικά, όχι μόνο για τη στάση που κράτησε η χώρα κατά της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά για τις τεράστιας εθνικής σημασίας αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία που ψηφίστηκαν το 2022 στην Ελληνική Βουλή.
Οι συμφωνίες αυτές αναβάθμισαν το ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή και με την αξιόπιστη σταθερή στάση μέσα στο ΝΑΤΟ, κατέστησε σαφές στη Δύση ποιος είναι ο παράγοντας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η γνωστή θέση του Ερντογάν να είναι πότε με τον «κλέφτη» και πότε με τον «χωροφύλακα» στο ρωσοουκρανικό ζήτημα τελικά δεν απέδωσε καρπούς, όπως και οι εκβιασμοί για την ένταξη της Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Τώρα η Τουρκία είπε το ναι και στη Στοκχόλμη για να καλύψει το χαμένο έδαφος της έλλειψης αξιοπιστίας της, αλλά και για την αγορά των F-16, δεχόμενη τους αυστηρούς όρους που έθεσε το Κογκρέσο για την έγκρισή τους.
Σε οικονομικό επίπεδο η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Τουρκία και εξακολουθεί να βελτιώνεται δυναμικά από τις νέες επενδύσεις που αναμένονται μέσω των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Τουρκία σύμφωνα με τους ειδικούς οικονομικούς αναλυτές αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές προκλήσεις μετά την κατάρρευση της λίρας, με αποτέλεσμα να φουντώνει ο πληθωρισμός, ενώ έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα από την αποκατάσταση των επιπτώσεων που προκάλεσε στη Νοτιοανατολική περιοχή ο καταστροφικός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου.
Η Τουρκία έχει ανάγκη τη Δύση γι’ αυτό ο Ερντογάν προτίμησε να δυσαρεστήσει τη Ρωσία με την υποχώρησή του στο θέμα ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Τα θερμά επεισόδια που προκάλεσε τον τελευταίο χρόνο στο Αιγαίο έφεραν αντίθετα αποτελέσματα, γιατί επίσπευσαν την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας και προκάλεσαν τη διεθνή της αναβάθμιση σε βάρος της Τουρκίας.
Όλα αυτά που μεσολάβησαν τον τελευταίο χρόνο μετά την οργισμένη δήλωση του Τούρκου προέδρου κατά του Έλληνα πρωθυπουργού και το «Μητσοτάκης γιοκ», άλλαξαν τη στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, με τα χαμόγελα, τις φιλοφρονήσεις του Ερντογάν στην πρόσφατη συνάντησή τους στη Λιθουανία. Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εκδόθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση συμφώνησαν ότι είναι προς όφελος των δυο χωρών αυτό το θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις διμερείς τους σχέσεις τους τελευταίους μήνες. Συμφώνησαν η επόμενη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας να πραγματοποιηθεί το Φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη.
«Δεν λύθηκαν ως δια μαγείας τα προβλήματα Ελλάδας – Τουρκίας, αλλά υπάρχει διάθεση επαναπροσέγγισης των σχέσεων», δήλωσε ο Έλληνας Πρωθυπουργός μετά τη συνάντηση και ο Τούρκος Πρόεδρος είπε «Δεν σκοπεύομε να χρησιμοποιήσουμε τα F-16 εναντίον της Ελλάδας».
Όλες αυτές οι τελευταίες εξελίξεις δικαιώνουν την εξωτερική πολιτική που ασκείται από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύοντας ότι τα προβλήματα Ελλάδας και Τουρκίας μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς να γίνει πόλεμος, με απόλυτο σεβασμό στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και η μοναδική διαφορά τους που είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, μπορεί να επιλυθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις, χωρίς καμιά εθνική ιδιοτέλεια από τις δυο χώρες.