Δυο χρόνια συμπληρώνονται στις 28/2, από την τραγωδία στα Τέμπη, που έκανε όλη την χώρα, όλη την Ευρώπη να παγώσει. Δυο χρόνια που 57 ψυχές – άγνωστο ακόμη – δεν γύρισαν στο σπίτι τους, δεν επέστρεψαν στις αγκαλιές των γονιών τους, στις οικογένειες τους, στα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ανάμεσα στα θύματα ήταν και η Εριέττα Μόλχο, μια νέα κοπέλα μόλις 23 ετών, που είχε μπροστά της όλη τη ζωή για να υλοποιήσει τα όνειρά της.
Η Εριέττα ήταν φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και, όπως πολλοί νέοι της ηλικίας της, είχε αμέτρητα όνειρα και προσδοκίες για το μέλλον της. Η τραγωδία στα Τέμπη, όμως, έβαλε τέλος σε αυτά τα όνειρα με τον πιο αναπάντεχο και σκληρό τρόπο.
Το πιο συγκλονιστικό από όλα είναι ότι, ενώ τα υπόλοιπα θύματα του δυστυχήματος αναγνωρίστηκαν μέσω DNA ή άλλων στοιχείων, το σώμα της Εριέττας δεν βρέθηκε ποτέ. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος της, καθιστά την απώλειά της ακόμα πιο τραγική για την οικογένεια και τους φίλους της.
Δύο χρόνια μετά το δυστύχημα, η μνήμη της Εριέττας συνεχίζει να παραμένει ζωντανή, ενώ οι άνθρωποι που την αγάπησαν εξακολουθούν να προσπαθούν να βρουν νόημα και να συνεχίσουν τον αγώνα της για δικαιοσύνη.
Η Εριέττα δεν είναι απλώς ένα όνομα στις λίστες των θυμάτων. Ήταν μια φοιτήτρια, μια κόρη, μια σύντροφος, μια φίλη, που η ζωή της κόπηκε απότομα. Η μνήμη της θα συνεχίσει να ζει μέσω των ανθρώπων που την ήξεραν και την αγαπούσαν, αλλά και μέσω της υποτροφίας που θα κρατήσει ζωντανό το όνομά της.
Πριν από ένα χρόνο, ο δημοσιογράφος Θανάσης Τσολάκης την χαρακτήρισε σαν η νεότερη «Αντιγόνη» μέσα από μια ανάρτηση του στο Facebook:
«Αυτή είναι η Εριέττα Μόλχο. Ήταν κι αυτή επιβάτιδα στο μοιραίο τρένο των Τεμπών, όμως είναι η μοναδική που λογίζεται ως νεκρή αλλά δεν βρέθηκε τίποτα από το σώμα της.
»Έχοντας δοκιμάσει δύο φορές το βάσανο του πενθους, και πέρα από οποιαδήποτε θρησκευτικά στεγανά, ξέρω πια ότι το “μνήμα” είναι μια παρηγοριά. Μπορεί να ακούγεται κάπως οξύμωρο, αλλά όντως είναι παρηγορητικό με έναν τρόπο το να ξέρεις ότι ο άνθρωπος σου “βρίσκεται” κάτω από ένα μαρμάρινο μνημείο – ξέρεις ότι είναι “κάπου“. Κι έτσι έχεις ένα σημείο αναφοράς. Ακόμα και το κερί που ανάβεις εκεί ή το θυμίαμα που καις και η placebo αίσθηση ότι λειτουργείς εν τοις πράγμασι υπέρ αναπαύσεως του νεκρού βοηθούν στο αποκεικαιπερα σου.
«Το “μνήμα” είναι μια παρηγοριά. Μπορεί να ακούγεται κάπως οξύμωρο, αλλά όντως είναι παρηγορητικό με έναν τρόπο το να ξέρεις ότι ο άνθρωπος σου “βρίσκεται” κάτω από ένα μαρμάρινο μνημείο – ξέρεις ότι είναι “κάπου”».
»Το να μην υπάρχει αυτό το σημείο θεωρώ ότι πολλαπλασιάζει το πένθος εις τη νιοστή και το καθιστά παντελώς αδιάχειριστο, επειδή ακριβώς δεν μπορείς να λειτουργήσεις ούτε καν υπέρ αναπαύσεως.
»Στην περίπτωση της Εριέττας των Τεμπών αυτό συμβαίνει επειδή κάποιοι μπάζωσαν το σημείο του δυστυχήματος κι έτσι οι δικοί της δεν βρήκαν ούτε μία τρίχα από τα μαλλιά της. Κι έτσι καταδικάστηκαν να ζουν με το πένθος της απώλειας και υπό το άχθος της άταφης νεκρής.
»Η Αντιγόνη, στην ομώνυμη αρχαία τραγωδία, έχασε το βασίλειό της για να θάψει το νεκρό αδερφό της, αναγνωρίζοντας αυτό το χρέος ως ιερότερο όλων. Ο δε Κρέων, που της το είχε απαγορεύσει, εν τέλει δοκίμασε τη Νέμεσι. Στην Ελλάς του 2024 δεν επέρχεται Νέμεσι στους κοστουμάτους Κρέοντες, που δεν απαγόρευσαν απλά στους συγγενείς της Εριέττας να θάψουν το κορμί της αλλά επέβαλαν τη θέλησή τους τσιμεντώνοντας τον χώρο. Κι αυτό δεν είναι μόνο θλιβερό. Είναι ένα ξεχωριστό έγκλημα, μόνο του και ανεξάρτητο από το συνολικό έγκλημα που συνετελέσθη εκείνο το μοιραίο βράδυ. Και, που, αν ζούσαμε σε ένα πραγματικό κράτος δικαίου, θα έπρεπε να είναι ένα αυτάρκες αντικείμενο δίκης. Αλλά, δεν ζούμε σε ένα κράτος δικαίου.
«Η Αντιγόνη, στην ομώνυμη αρχαία τραγωδία, έχασε το βασίλειό της για να θάψει το νεκρό αδερφό της, αναγνωρίζοντας αυτό το χρέος ως ιερότερο όλων. Ο δε Κρέων, που της το είχε απαγορεύσει, εν τέλει δοκίμασε τη Νέμεσι».
»Ζούμε υπό το κράτος του φόβου να χρησιμοποιήσουμε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς.
»Κι αυτό είναι αισχρό.-
»*Θαυμάζω απεριόριστα το κουράγιο της Καρυστιανού. Τόσο απεριόριστα όσο βδελύσσομαι το θράσος των “δεν_εφταιγα_εγω”».