Όταν ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε έρθει στη Μεσαρά

Όταν ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε έρθει στη Μεσαρά στο Τυμπάκι, όπως αναφέρει το Δια-SOS-τε τη Μεσαρά ο κόσμος σήκωσε το αυτοκίνητο του στον αέρα, στο Πετροκεφάλι μια γριούλα θαυμάστρια του είχε την εικόνα του στο εικονοστάσι, στις Καμάρες υποχρεώθηκε από την αγάπη των ανθρώπων να φάει «του σκασμού», στον Κόκκινο Πύργο και στην Αγία Γαλήνη έκανε παρέα με τους ψαράδες ανακαλύπτοντας τη μαγεία του Νότιου Κρητικού Πελάγους.

«Το παιδί του λαού» (1934-2023) που έφυγε από τη ζωή πέρυσι το Γενάρη, σε ηλικία 89 ετών, στην αυτοβιογραφία του είχε αφιερώσει πολλές σελίδες στη νότια Κρήτη και στους ανθρώπους της.

Ο Νίκος Ξανθόπουλος ήταν ένας ηθοποιός που λατρεύτηκε όσο λίγοι από τον κόσμο. Ίσως γιατί οι ρόλοι που ενσάρκωνε στο πανί εξέφραζαν τα όνειρα και τα ιδανικά μιας ολόκληρης εποχής όταν οι άνθρωποι ονειρευόταν να προκόψουν τίμια.

Οι ταινίες του έκοβαν πολλά εισιτήρια και τα τραγούδια του έγιναν μεγάλα σουξέ. Από όλη την Ελλάδα του έστελναν… ρούχα και τρόφιμα (!) καθώς το κοινό τον ταύτιζε με τους βασανισμένους και φτωχούς ήρωες που ενσάρκωνε στην οθόνη. Η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις «Άγκυρα» μαζί με ένα CD με τραγούδια του. Αρκετές σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στην Κρήτη. Ο Ξανθόπουλος είχε κάνει μια μεγάλη περιοδεία με το θίασο του σε όλη την Ελλάδα και είχε έρθει και στο νησί μας. Ο κόσμος βέβαια της επαρχίας τότε δεν έδειχνε και μεγάλο… ενδιαφέρον για το έργο, ήθελε να δει από κοντά το είδωλο του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ηθοποιός «Την ώρα της παράστασης μου μιλάγανε από την πλατεία. Έρχονταν μπροστά, μου αφήνανε λουλούδια, φωτογραφίες, μαντήλια, με ρωτούσαν διάφορα και θέλανε απάντηση, να διακόψω την παράσταση να τους πω».

Ανάμεσα στα «Όσα θυμάται και αγάπησε» ο γνωστός ηθοποιός ήταν και περιστατικά, μέρη και άνθρωποι του νότου. Ας μοιραστούμε κάποιες από τις αναμνήσεις του…

«ΝΑ ΡΘΕΙΣ ΤΣΗ ΒΩΡΟΥΣ ΝΑ ΦΑΜΕ ΕΝΑ ΡΙΦΙ…»

«Κατέβηκα κάποτε στην Κρήτη, στον κινηματογράφο “Κρόνο” του Ηρακλείου, για να δω πως είναι δυνατόν μια επαρχιακή πόλη να κάνει τριάντα χιλιάδες εισιτήρια σε μια βδομάδα. Βρισκόμαστε στην αρχή της δεκαετίας του ΄60, η πόλη δεν ήταν μεγάλη εκείνη την εποχή. Κατέβηκα, λοιπόν, στην πρεμιέρα μιας ταινίας, να ευχαριστήσω το κοινό για την αγάπη του.

Το βραδάκι με τον διευθυντή του κινηματογράφου πήγαμε στο Σκαλάνι, όπου έπαιζε βιολί ο Αβησσυνός. Καθίσαμε σε μια παρέα που μας προσκάλεσαν. Πιάσαμε την κουβέντα για τον κινηματογράφο, με ρωτάγανε διάφορα, πως γίνεται αυτό, τι είναι εκείνο, τα γνωστά.

Όση ώρα μιλούσα, ένας γέρος με τις βράκες με διάβαζε με την άκρη του ματιού. Καθώς σηκώθηκα να φύγω, γυρίζει και λέει, «Ε, μωρέ συντεκνάτσι Ξανθάτσι, ετσά ντελικανάτσι που ΄σαι μωρέ, Κρητικός θε να΄σαι τσαι δεν το κατέεις. Σε ανημένω να ΄ρθεις στο χωρζιό μου. Εγώ μια απ΄τσου Βώρους, Φαιστός αρσαία, να ρθεις να βάλουμε ένα ρίφι να χαμηλώσουμε να το φάμε».

«Η ΓΡΙΟΥΛΑ ΣΤΟ ΠΕΤΡΟΚΕΦΑΛΙ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ…»

Πήγα μετά από χρόνια στη Μεσαρά, στο Τυμπάκι, έμεινα μια βδομάδα. Θυμήθηκα το αυτοκίνητο που σηκώνανε μισό μέτρο από τη γη, τις φωνές που έβαλε ο ηθοποιός Ιάκωβος Ψαρράς που έπαιζε στο θίασο μου και είχε κλειστοφοβία, «Τι κάνουν αυτοί οι κουζουλοί, θα μας σκοτώσουνε».Έρχεται μια μέρα μια κοπέλα και μου λέει, «είναι μια γριούλα εδώ σ΄ένα χωριό, που σε λατρεύει, ζει μόνη της. Έλα να πάμε να σε δει, θα της δώσεις μεγάλη χαρά». Πήγαμε στο Πετροκεφάλι. Ήταν μια μοναχική γριούλα, είχε τη φωτογραφία μου στο εικονοστάσι. Μ΄αγκάλιασε κι έκλαιγε. Έδωσε κάτι στην κοπέλα που πήγε κι έφερε δυό λουκούμια να μας κεράσει. Και να μου δίνει ευχές. Μας έβγαλε και φωτογραφία η κοπέλα. Μετά από λίγο καιρό που είχα πάει στην Αυστραλία, είπα το περιστατικό αυτό στο ραδιόφωνο. Όπου μας παίρνουν τηλέφωνο κάποιοι ακροατές, «Η μάνα μας ήταν, να σαι καλά. Είμαστε από το Πετροτσεφάλι, μας έστειλε και τη φωτογραφία». Μικρός που είναι ο κόσμος φίλε μου.

ΦΑΓΟΠΟΤΙ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ ΣΤΙΣ ΚΑΜΑΡΕΣ!

Εκεί, λοιπόν, στο Τυμπάκι, μου λέει μια μέρα ο Αυγενάκης, «Σου χω πεί μωρέ, να πάμε στο χωριό μου» – ήταν από τις Καμάρες –«σε περιμένουν πώς και πώς, μου πες θα ΄ρθεις». «θα έρθω», του λέω. Ορίσαμε και τη μέρα. Είχα ραντεβού με τον λιμενάρχη στην Αγία Γαλήνη, αλλά ήταν για το βράδυ. Σηκώθηκα λοιπόν και πήγα με τον Αυγενάκη στις Καμάρες. Το τσιμπούσι έγινε στου Κοκκινομπέτη, που είχε κάνει στη Γερμανία, στο Λουντβιχσχάφεν, και με θυμόταν από ΄κει. Αρχίσαμε τη ρακή με τα αμύγδαλα, μια παρέα επτά-οκτώ άντρες. Περάσαμε στην αίγα τη βραστή, στις σκωταριές. Κάθε πράγμα που ερχότανε, εγώ νόμιζα ότι αυτό ήτανε το τελευταίο κι έτρωγα με όρεξη, μετά όμως ερχόταν άλλο, στο τέλος καπάκι ήρθε το ψητό κι ο Αυγενάκης άρπαζε κάτι κομμάτες, μπούτια ολόκληρα, και τα βαζε μπροστά μου, «Φάε, μωρέ, που κώλωσες», κόντευα να σκάσω. Φάγαμε τον περίδρομο.

ΦΑΓΟΠΟΤΙ: ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, μου λέει:

«Αυτό ήτανε για τους φίλους, να σε δουν, τώρα θα πάμε στου πατέρα μου».

«Τι να κάνουμε στου πατέρα σου;»

«Να φάμε».

«Καλά, τόση ώρα εδώ, τι κάναμε;»

«Βρε, ο πατέρας έχει τις ετοιμασίες. Έλα», και με τραβάει.

Εγώ είχα λύσει και τη ζώνη μου να φανταστείς. Στου πατέρα του άρχισε το έργο από την αρχή, εδώ είχε και επίκαιρα, γιατί με τη ρακή βγάλανε και χίλια δυο πράγματα. Δεν γίνεται να μη φας. Στοίβα μπροστά μου βραστό και πιλάφια, εκείνα τα ονειρεμένα γαμοπίλαφα και ψητά και του πουλιού το γάλα. Ήρθα και στανιάρισα. Τώρα, λέω, παλεύω και με το χάρο αν χρειαστεί, έτσι δυνατός ένιωθα και τσιτωμένος. Σηκωθήκαμε τρεκλίζοντας και τραγουδώντας.

ΦΑΓΟΠΟΤΙ: ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

Λίγο πιο κάτω είχε μια βρύση.

«Έλα να πιεις λίγο νερό να χωνέψεις», μου λέει.

«Γιάντα να χωνέψω, καλά είμαι».

Αμ δεν ήμουν. Γιατί πήγαμε και σε τρίτο σπίτι, στο σπίτι του κουνιάδου του.

«Έχουν ετοιμασίες οι άνθρωποι, πρέπει να πάμε, προσβολή».

«Γιατί δεν μου το ΄λεγες μωρέ, να κάνω κράτει τουλάχιστον; Έχουμε φάει για μια βδομάδα».

«Πως κάνεις έτσι μωρέ; Τι άντρας είσαι εσύ, φαΐ είναι».

Φαΐ ήταν, και ωραίο μάλιστα, αλλά πώς να το φέρεις βόλτα; Και να ΄χεις και τη νοικοκυρά να σε σπρώχνει:

«Μα φάτε, γιατί δεν τρώτε, εμείς για σας τα φτιάξαμε».

ΦΑΓΟΠΟΤΙ: ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Όταν φύγαμε κόντευε πια να νυχτώσει. Με πήρε με το αγροτικό του ο Βολοσυράκης να με κατεβάσει.

«Όχι, δεν θα πάμε στο Τυμπάκι, στην Αγία Γαλήνη θα με πας του λέω».

«Τι θα κάνεις στην Αγία Γαλήνη;»

«Μ΄ έχει καλεσμένο ο λιμενάρχης για φαϊ».

Γύρισε και με κοίταξε απορημένος.

«Ε, μωρέ διάολε, έγινες Κρητικός μου φαίνεται!»

Με πληροφορίες Δια-SOS-τε τη Μεσαρά