Μετά από 10 χρόνια που αποχωριστήκανε, οι δυο κουμπάροι σήμερο εξανασμίξανε. Είπανε για τα καινούργια, είπανε για τα παλιά, είπανε για τα καλά, είπανε και για τα κακά. Τα ‘πανε όλα έξω από τα δόντια νέτα – σκέτα. Κάπως έτσι, με πολλά παράπονα, ξεκίνησε η κουβέντα. – Και πώς πάει, κουμπάρε Αγαθοκλή, η ζωή; Τι κάνει η οικογένεια, τα παιδιά, η… πεθερά; Όλοι καλά;

– Άσ΄τα, μπρε Κωσταντή, να μη σου τα λέω! Με λίγα λόγια, με την καλοπαντρεμένη μου δεν τα πάμε καθόλου καλά! Πώς εκταντήσαμε ετσά λογιώς δε γατέχω! Την αρχή μόνο μια ολιά καιρό ήτανε ωραία και ύστερα μάς ήπιασε το ανεμομπόδισμα. Ενώ την αρχή ελέγαμε γλυκόλογα, εδά βλαστημούμε ο ένας τον άλλο! Ούτε το “σ’ αγαπώ” λέμε ‘δά ούτε πράμα. Αυτή ολότελα καλλιά ‘χει να με βλαστημήξει, παρά να μου πει το “σ’ αγαπώ”!

– Η πιο δύσκολη λέξη γίνεται αυτή μετά, Αγαθοκλή! Αυτό, κουμπάρε Αγαθοκλή, εσείς δεν παντρευτήκατε από αγάπη. Εσείς ήσαστε στερημένοι, πεινασμένοι και παντρευτήκατε, για να φάτε το μέλι. Μόλις τελείωσε το μέλι και χορτάσατε, είδατε πως δεν εταιριάζετε.

– Και ίντα θα κάνομε ‘δά, μπρε Κωσταντή;

– Θέτε να χωρίσετε;

– Όι, γιατί θα ξεγιβεντιστούμενε!

– Και δε μου λες, Αγαθοκλή, ποιος φταίει από τους δυό σας;

– Να σου πω. Εδά φταίμε και οι δυο. Την αρχή ήφταιγε μόνο ο ένας.

– Και πώς  έγινε αυτό το παράξενο που μου λες τώρα, κουμπάρε;

– Να σου πω. Άμα είναι ο ένας γκρινιάρης και νευρασθενικός και ο άλλος πράος και λογικός, ίντα θα γενεί;

– Ε, ο ένας θα πρέπει να αλλάξει από τους δυό. Ο νευρασθενικός αποκλείται να γίνει πράος και λογικός, άρα ο δύστυχος ο πράος και λογικός θα γίνει νευρασθενικός!

– Να το! Αυτό ήπαθα ‘δά εγώ, κουμπάρε, και δεν αντέχω άλλο, όπως την αρχή. Το καλό γι’ αυτήν είναι που φωνάζει και ξεθυμαίνει ,άμα τηνέ πιάνουνε τα νεύρα της, και δεν καταλαβαίνει το κακό που κάνει στον άλλο, ενώ εγώ, ο κακομοίρης, καταπίνω τα νεύρα μου, για να δώσω τόπο στην οργή και πονώ και φουσκώνω και πλαντώ!

– Και είσαι και… νευρασθενικός, κουμπάρε, όπως είπαμε!

– Ε, ‘ντα δε σου το ‘πα, πως είμαστε ‘δά και οι δυο το ίδιο;

– Άρα, κανονικά θα πρέπει και οι δυο να φωνάζετε.

– Ε, χαμηλοφωνάζω, μπρε, κι εγώ πότε – πότε, άμα με νευριάζει, μα δεν εκτονώνομαι… Εδά τελευταία το ‘παθα τουτονά.

– Ε, μα τότε, αν είναι να… ξεβγεί ο ένας από τον άλλο, αυτός θα είσαι εσύ, καημενε μου Αγαθοκλή, άτυχε και δυστυχή! Αλλά εσύ και να φωνάζεις, δε φταις, φταίει αυτή που σ’ έκαμε νευρασθενικό!

– Ναι, μα ίντα θα λένε οι γειτόνοι;

– To κακό είναι τώρα, κουμπάρε, που είναι δύσκολο να συνεχίζετε έτσι να ζείτε μαζί!

– Ε, και πώς θα το κάμομε, μπρε; ‘Εχεις εσύ καμιά ιδέα;

– Έχω μια, Αγαθοκλή;

– Για πε μου τη, να δω αν είναι καλή.

– Αφού δεν θέτε να χωρίσετε, τότε πρέπει να ζείτε χώρια, για να μη… χωρίσετε.

– Α, σε άλλο κρεβάτι…

– Όχι. Σε άλλο σπίτι.

– Να τηνε πέψω στη μάνα της;

– Όχι. Εσύ θα πας σε άλλο σπίτι.

– Ε, ας είναι. Θα πάω στου παππού μου το σπίτι. Αλλά με ίντα αφορμή;

– Θα πεις ότι σου ‘πε ο γιατρός ότι έχεις μια κολλητική αρρώστια πολύ επικίνδυνη, θανατηφόρα! Και θα πας μέχρι να γίνεις καλά.

– Ναι, εγώ θ’ αργήσω να γενώ καλά…

– Και να βλεπόσαστε το μήνα μια φορά.

– Ντα δεν κάνει, μπρε, το χρόνο μια φορά;

– Να τηλεφωνιόσαστε μια φορά τη βδομάδα. Στο τηλέφωνο τα λέμε πάντα πιο ευγενικά, Αγαθοκλή.

– Ναι, κιόλας. Μα γιάντα;

– Γιατί η κακή ψυχή καθρεπτίζεται στο πρόσωπο, όπως η αγριάδα, το μίσος και το μάτι που… γυαλίζει! Στο τηλέφωνο δεν φαίνονται.

– Ε, Παναγιά μου, κιόλας! Και με τέτοια μούρη, ίντα όμορφα λόγια θα πεις;

– Είδες; Αυτό το καλό έχει το τηλέφωνο.

– Δηλαδή, ανέ κατάλαβα καλά, άμα είμαστε χώρια, δε θα χωρίσομε! Μα να τση πω, μπρε, πως έχω έιτζι;

– Όι, κακομοίρη μου, γιατί θα σου σπάσει την κεφαλή!