Από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο ΚΕΔΡΟΣ κυκλοφορεί το βιβλίο του Νίκου Σαλτερή ««Ζωές πλήρους και μερικής απασχόλησης» . Είναι μια συλλογή διηγημάτων που όμως δένονται οργανικά μεταξύ τους σε τέσσερεις ενότητες.
Παράδεισος, Καθαρτήριο, Κόλαση, Ο δέκατος κύκλος της Κόλασης. Καθένα διήγημα έχει διαφορετική αφηγηματική γραφή με έμφαση άλλοτε σε μια ψυχολογική αυτοανάλυση, άλλοτε περιγράφονται προσπάθειες να εξασφαλιστεί μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση σε μια κοινωνία που είναι ιδιαίτερα σκληρή.
Οι σχέσεις των ηρώων είναι συχνά τραυματικές και η γλώσσα τολμηρή. Φυσικά δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις. Ιδιαίτερα όταν επιλέγονται για να αποδοθεί με ακρίβεια η ψυχική κατάσταση που περιγράφεται και το ήθος των προσώπων. Ο συγγραφέας είναι δάσκαλος με καλές σπουδές και αρκετές επιστημονικές μελέτες. Σήμερα είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος.
Σπούδασε παιδαγωγικά και πολιτικές επιστήμες και είναι διδάκτορας εκπαιδευτικής πολιτικής και ιστορίας. Όλα τα διηγήματα έχουν ήρωες που εργάζονται ευκαιριακά αναζητώντας το όνειρο που σκοτείνιασε μέσα στην οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα μας.
Γι αυτό ίσως και ο τίτλος του βιβλίου μας προετοιμάζει για ζωές πλήρους και μερικής απασχόλησης. Αναζητούν απελπισμένα τον έρωτα, τη στοργή, τη γαλήνη. Κάποτε τα παιδικά’ τραύματα τους βασανίζουν και τους φθείρουν.
Κάποτε παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς κάποτε οικοδομούν μόνοι τους τα τείχη που τους κλείνουν από τον κόσμο έξω. Αντιστέκονται και ελπίζουν. Στο τελευταίο διήγημα οι ήρωες και ο συγγραφέας συναντώνται τυχαία σε μια τρομοκρατική επίθεση που γίνεται σ’ ένα τραίνο και οι περισσότεροι χάνουν την ζωή τους με τραγικό τρόπο.
Ως προμετωπίδα σε κάθε διήγημα επιλέγονται κάποια παραθέματα από γνωστούς συγγραφείς αλλά και την Παλαιά Διαθήκη. Επιλέγω το γνωστό ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που μας εισάγει στο κλίμα του αντίστοιχου διηγήματος.
«Μάνα μου εγώ ‘μαι τ’ άμοιρο και σκοτεινό τρυγόνι, όπου το δέρνει ο άνεμος βροχή που το πληγώνει»
Και μια μαντινάδα γραμμένη στον τοίχο της ΣΕΑΠ του Ηρακλείου όπου υπηρέτησε ο συγγραφέας
«Θα κόψω τριαντάφυλλα απ’ της ΣΕΑΠ τον κήπο για να μετράς αγάπη μου τις μέρες που θα λείπω».
Στο σημείωμα του συγγραφέα στο τέλος γράφει ότι τα πρόσωπά του είναι φανταστικά κι’ αν κάποια φαίνονται πραγματικά είναι ασυνείδητα δάνεια απ’ την πραγματικότητα. Συχνά ακολουθεί την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου και σε δύο διηγήματα, όπου υπάρχουν διάλογοι εμείς διαβάζουμε μόνο τα λόγια του ενός συνομιλητή, ενώ του άλλου δίδονται απλώς με αποσιωπητικά.
Το διήγημα είναι δύσκολο είδος. Είναι ένα έργο μικροτεχνίας. Πρέπει να πεις πολλά με λίγα λόγια. Ο διηγηματογράφος πρέπει να είναι καλός μάστορας για να πετύχει το στόχο του. Λάθη και φλυαρίες δεν συγχωρούνται.
Ο Νίκος Σαλτερής το κατορθώνει με εξαιρετικό τρόπο και οι ήρωές του μας δίδουν μαθήματα αληθινής φιλίας, πίστης στη ζωή και μας αποκαλύπτουν πτυχές της καθημερινότητας και προσχήματα του βίου μας που είναι αναγκαία για να αντέξουμε και να δούμε πιο καθαρά τη σκληρή πραγματικότητα χωρίς να παραιτηθούμε απ’ τον αγώνα και την ελπίδα ότι κάπου, κάποτε ο άνθρωπος θα μπορεί να αναπνέει ελεύθερα και γιατί όχι να ονειρεύεται και να περπατεί στον κόσμο χωρίς ματαιώσεις και χωρίς να λυγίζει.
Ο συγγραφέας το επιτυγχάνει αυτό χωρίς διδακτισμούς, ωραιοποιήσεις, ψευτοφιλοσοφικές θεωρίες. Φαίνεται ότι αγαπά όλους τους ήρωές του. Κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος να συναγάγει τα δικά του συμπεράσματα και να απολαύσει την τέχνη της αφήγησης που μας ταξιδεύει και μας αναπαύει.