Πρώτη φορά που αναζητώ επίμονα αυτόν τον ήχο… Συνδεδεμένος με όλα τα καλοκαίρια μου στο χωριό. Κάθε μεσημέρι, μόλις ξαπλώναμε για εκείνη την καλοκαιριάτικη «σιέστα», γινόταν χαμός. Λες κι είχαν συμφωνήσει όλα μαζί εκείνη ακριβώς τη στιγμή να συγχρονίζονται με αυτόν τον μονότονο μοναδικό σκοπό για να μην μας αφήσουν ούτε μια στιγμή ξέγνοιαστους.

Ναι, καλά το καταλάβατε, για τα τζιτζίκια μιλάω…

Μα να μην έχω ακούσει φέτος, ούτε ένα; Σήμερα βγήκα στο κήπο κι άρχισα να ψάχνω τα κλαδιά των δέντρων. Δεν μπορεί, είπα, κάπου θα είναι,  έστω ένα!

Μήπως κάτι θα τα φόβισε; Λες να αρρώστησαν, ομαδικά;

Μήπως τα κυνηγούσαν οι γάτες της γειτονιάς;

«Ζητούνται Τζιτζίκια», επειγόντως!
Ο Παρλαπίπας, ο κεραμιδόγατος, θα φταίει… Τα τρόμαξε με τα άγρια γουργουρητά του και χάθηκαν… Κι αν,αν δεν είναι αυτός ο λόγος; Κρυφτό θα παίζουν με τους φίλους τους και για αυτό κάνουν τόση ησυχία! Δεν μπορεί, αναρωτήθηκα  όλο και κάποιο «πουκάμισο» θα έχουν αφήσει, κάπου θα υπάρχει  κάποιο σημάδι…

Είπαμε δύσκολο καλοκαίρι και το φετινό, άγρια η θάλασσα, ο αέρας  δεν ησυχάζει ούτε στιγμή, αγρίεψε και η ψυχή μας. Μα τα τζιτζίκια, τι σχέση έχουν μ’αυτό,  που πήγαν; Έτσι και αλλιώς αυτά δεν κολυμπούν! Τον ήλιο αγαπάνε πολύ… Μήπως κάποιος  τους είπε πως δεν τα αγαπάμε. Μπήκε ο Ιούλης, τα καρπούζια γίνανε κατακόκκινα, τα πεπόνια ωρίμασαν επιτέλους, μα τα τζιτζίκια πουθενά…

Κι ύστερα σκέφτηκα πως ούτε μυρμήγκια έχω δει πουθενά φέτος…

Τέτοια εποχή ολόκληρες στρατιές έκαναν γραμμές ατελείωτες στα σκαλοπάτια, στο σαλόνι, στον κήπο, για ένα τόσο δα μικρό, ψιχουλάκι…

-Λες; είπα. Λες να φταίει εκείνος ο παραμυθάς ο Αίσωπος που τα ΄βαλε με τον Μέρμηγκα και τον Τζίτζικα κι εκείνα άλλαξαν το ρόλο τους και αποφάσισαν να μην εμφανιστούν πουθενά; «Τεμπέληδες μας λέτε, ε, λοιπόν κι μείς δεν θα τραγουδήσουμε φέτος».

Κι εκείνα τα μικρά τα μυρμηγκάκια  που πήγαν; Μια ζωή δουλεύουν, μια ζωή τρέχουν να προλάβουν, να μαζέψουν, να αποταμιεύσουν, να μην τους λείψει κάτι από προμήθεια! Και τώρα τι έγινε ξαφνικά;

Πώς άλλαξαν έτσι οι νόμοι κι οι κανόνες της φύσης, πώς ήρθανε τα πάνω κάτω…

Τι να συμβαίνει; Ώρες ολόκληρες, μέρες και νύχτες αναρωτιέμαι… Έψαξα παντού. Πίσω από πέτρες, κάτω από τις γλάστρες με τον βασιλικό και τα γεράνια, στις κουφάλες των ελιών, στα βιβλία… στο ιντερνέτ. Ναι, εκεί πια τα βρίσκεις και τα μαθαίνεις όλα. Μπήκα στα πιο διάσημα sites, στις πιο ενημερωμένες σελίδες ανά τον κόσμο με φιλοζωικές οργανώσεις και απόψεις, σε blogs, μέχρι και στις αγγελίες για χαμένα «πράγματα».

Και τότε έμεινα άφωνη…

Έψαχνε τόσος πολύς κόσμος  να δει τι είχε συμβεί;  Όλοι είχαν μια άποψη, μια κουβέντα να πουν.  Κάποιοι διαμαρτύρονταν έντονα, τσακώνονταν με όποιον τολμούσε ένα πει οτιδήποτε. Άλλοι προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τούτη την εξαφάνιση  με πιο επιστημονικούς όρους. Κάποιοι έκλαιγαν  και μερικοί ευτυχώς πολύ λίγοι, γελούσαν και χαίρονταν. Μάλλον δεν είχαν καταλάβει όλο αυτό που συνέβαινε και πόσο μεγάλο πρόβλημα ήταν για όλον τον κόσμο τούτη η κατάσταση.  Στις πιο διάσημες εκπομπές ήταν το θέμα της ημέρας. Μια στρατιά ανθρώπων, κάθε ηλικίας, επαγγέλματος, φύλου, επιπέδου, εθνικότητας. Όλος ο κόσμος ήταν αναστατωμένος…

Φωτογραφίες παντού, βίντεο, αναλύσεις …

Τζιτζίκια σε κάθε στιγμή της ζωής τους, από την ώρα που γεννήθηκαν, την παράξενη διαβίωση τους κάτω από τη γη για τόσα πολλά χρόνια. Και πολλοί απορούσαν μαθαίνοντας πως όλη κι όλη η παραμονή τους τη γη ήταν  ελάχιστες εβδομάδες, ένα ερωτικό κάλεσμα κι ύστερα το τέλος…

Κι η αγωνία μεγάλωνε, κι οι συζητήσεις πλήθαιναν και δυνάμωναν… Κανείς όμως δεν έπαιρνε την ευθύνη, κανένας δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί και τι θα γινόταν με το καλοκαίρι μας…

«Ζητούνται Τζιτζίκια», επειγόντως!
Γιατί όλος αυτός ο πανικός;  Όλο αυτό το κλίμα είχε ξεκινήσει από τούτο το μικρό κι αθώο έντομο του δικού μας καλοκαιριού! Ίσως τελικά η λύση να ήταν πιο απλή απ’ όλα όσα έλεγαν.

Ίσως απλά να μην ήταν ακόμα η ώρα για την μεγάλη του πρεμιέρα, την  Έξοδο του στην εξοχή.

Ίσως για μια και μοναδική φορά να είχε κουραστεί και απλά να ήθελε κι εκείνο να αποκαταστήσει την  φήμη του που τόσα χρόνια το ονόμαζε… Τεμπέλη κι ετοίμαζε κάτι νέο, πιο επαναστατικό, διαφορετικό, απρόσμενο.

Ίσως να ήθελε για πρώτη φορά όλους τους ανθρώπους ενωμένους να ασχοληθούν λίγο παραπάνω μαζί του γιατί ένιωθε πως το είχαν ξεχάσει και το κατηγορούσαν άδικα πως ήταν μονότονο, κουραστικό, ίδιο πάντα. Ίσως…

Ωστόσο ένιωσα πως κάτι έπρεπε να κάνω κι εγώ κι έτσι έγραψα παντού σε όσες γλώσσες ήξερα, ακόμα και σε εκείνη των παραμυθιών, μια μικρή αγγελία:

Παρακαλώ, ζητούνται  επειγόντως τζιτζίκια…

Ζητείται επιτέλους το καλοκαίρι μας!

(Η απάντηση ήρθε από έναν έμπειρο καθηγητή εντομολόγο, του Πανεπιστημίου της Φαντασίας με έδρα τα Σύννεφα: «Υπομονή… θα κάνουν θεαματική εμφάνιση πολύ σύντομα!»)

 

*Ελένη  Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα, υπό έκδοση