Ποιος είπε πως δεν υπάρχει αντιπολίτευση στην Ελλάδα; Αν δεν υπήρχε αντιπολίτευση, η κυβέρνηση, που έχασε ουσιαστικά την δεδηλωμένη κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια, θα είχε τεράστιο πρόβλημα. (Η δεδηλωμένη χάνεται όταν το κυβερνών κόμμα συγκεντρώνει λιγότερες από 120 ψήφους σε ψήφιση νομοσχεδίου).
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή, για ένα θέμα που δίχασε το πολιτικό σύστημα, αλλά και ένα μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, αναδεικνύει την αντιπολίτευση – μείζονα και ελάσσονα – σε ρόλο ρυθμιστή σε δύσκολες πολιτικές αποφάσεις που αντιτίθενται σε παραδοσιακές αξίες της συντηρητικής παράταξης και αποτελούν «αγκάθια» για την κυβέρνηση.
Δεν λέω, καλό είναι να βάζει πλάτη η αντιπολίτευση στα δύσκολα όταν τα θεωρεί σωστά, αλλά να μην περιορίζεται μόνο σε αυτά. Γιατί υπάρχουν και ένα σωρό άλλα, σημαντικά και ακόμα πιο δύσκολα άλυτα προβλήματα, απέναντι στα οποία όμως η αντιπολίτευση είναι διαρκώς απούσα.
Ο πρώτιστος ρόλος της αντιπολίτευσης είναι να ελέγχει την κυβέρνηση και να ενεργεί με γνώμονα πάντα το συμφέρον της κοινωνίας την οποία υπηρετεί. Είναι νομοτελειακό, κάθε κυβέρνηση σε οποιοδήποτε ευνομούμενο κράτος, όσο καλά κι αν τα πηγαίνει στη διακυβέρνηση της χώρας, να γίνεται καλύτερη όταν έχει απέναντί της μια ισχυρή, σοβαρή και υπεύθυνη αντιπολίτευση. Είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία των θεσμών σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα. Γιατί, η αντιπολίτευση δεν εγγυάται μόνο την εύρυθμη λειτουργία της κυβέρνησης, αλλά απομακρύνει και κάθε ορατό κίνδυνο αλαζονείας και ασυδοσίας από την πλευρά των κυβερνώντων.
Η σημερινή κυβέρνηση όμως του κ. Μητσοτάκη δεν έχει απέναντί της, ούτε ισχυρή ούτε σοβαρή, ούτε υπεύθυνη αντιπολίτευση. Στην ουσία, δεν έχει καν αντιπολίτευση απέναντί της, σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Ο μόνος που αντιπολιτεύεται σήμερα δυναμικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του, είναι ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της ΝΔ, κ. Αντώνης Σαμαράς, και αυτός για τους δικούς του λόγους. Οι διάφορες άναρθρες κραυγές που κατά καιρούς ακούγονται από ‘δω κι από ‘κει – αν ακούγονται κι αυτές – είναι μόνο για «ξεκάρφωμα», για να βγάζουν την «υποχρέωση» κάποιοι βολεμένοι αντιπολιτευόμενοι «φωστήρες», ρίχνοντας «στάχτη στα μάτια» εκείνων που τους ψήφισαν.
Σήμερα δυστυχώς, όχι μόνο δεν παράγεται δημιουργική πολιτική σε τούτο τον τόπο, όχι μόνο δεν ελέγχεται από πουθενά η εξουσία, αλλά και δεν υπάρχει – ούτε καν ως υποψία – στον πολιτικό ορίζοντα της χώρας, κάποια ηγετική προσωπικότητα, κάποια χαρισματική πολιτική φυσιογνωμία που να μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες, να ανταγωνιστεί τον απόλυτο κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού, Κυριάκο Μητσοτάκη, και να φέρει την ελπίδα και την αισιοδοξία σε εκείνους που την έχουν χάσει, ότι μπορεί να πάει ετούτη η χώρα παραπέρα.
Αντίθετα, στο μικροσκοπικό, πολυκομματικό πολιτικό μας σύμπαν κυριαρχεί η απόλυτη μετριότητα, η ανεπάρκεια και η άρνηση. Διάγουμε ένα τέλμα εξουσίας που όμοιό του δεν έχουμε συναντήσει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και δυστυχώς όλα δείχνουν πως σε αυτό θα πρέπει να αρκεστούμε, τουλάχιστον προς το παρόν…
Σε παλαιότερες περιόδους, που είναι καταγεγραμμένες στην πολιτική ιστορία αυτού του τόπου, τότε που κυριαρχούσε ο περίφημος «δικομματισμός», υπήρχε βρε αδερφέ ένα ενδιαφέρον, ένα σασπένς, μια αγωνία για τα πολιτικά δρώμενα της χώρας, που ενέπλεκε ως πρωταγωνιστές, τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση, αλλά και ωθούσε ταυτόχρονα τους πολίτες να ενδιαφέρονται κι εκείνοι και να συμμετέχουν με άποψη στα κοινά.
Τα κόμματα που εναλλάσσονταν τότε στην εξουσία, μια το ΠΑΣΟΚ και μια η Νέα Δημοκρατία, είχαν κομματικές εφεδρείες για να στηρίζουν και να διαιωνίζουν τη συνέχειά τους. Τώρα πια, που δοκιμάσαμε και το «διαφορετικό», συνειδητοποιούμε πως δεν ήταν δα και τόσο κακός ο δικομματισμός που καταγγέλλαμε τότε και τον ξορκίζαμε, μπροστά σε ένα μονοκομματικό κράτος στο οποίο εδραιώνεται ισχυρά, μέρα με τη μέρα, η σύγχρονη μονοκρατορία του Μητσοτάκη.Το τέλμα στο οποίο έχουμε σήμερα περιέλθει, έγκειται στην ανυπαρξία υπολογίσιμου αντίπαλου δέους, κάτι που θέτει σε κίνδυνο, όχι μόνο τα συμφέροντα της κοινωνίας σε μια ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική συγκυρία, αλλά ακόμα και την ίδια την κυβέρνηση.
Η συζήτηση αυτή είναι τώρα τόσο επίκαιρη όσο ποτέ, ακόμα και όταν αυτό δεν φαίνεται για όλους τόσο ξεκάθαρα.
Την περασμένη εβδομάδα, με πρωτοβουλία της «Εφημερίδας των Συντακτών», πραγματοποιήθηκε πολιτική εκδήλωση-συζήτηση με θέμα, «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;», με τους Διονύση Τεμπονέρα (ΣΥΡΙΖΑ), Μανώλη Χριστοδουλάκη (ΠΑΣΟΚ), και Έφη Αχτσιόγλου (ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ). Δεν διαφωνώ ότι είναι καλές τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, αλλά η συγκεκριμένη, πώς να το πω, ηχεί κάπως σήμερα ως σχήμα οξύμωρο.
Γιατί είναι τουλάχιστον οξύμωρο, τη μια μέρα να φροντίζεις με δική σου πρωτοβουλία και ευθύνη, τα κόμματα της κατακερματισμένης Κεντροαριστεράς από 100 να γίνουν 101, και την άλλη μέρα να αναρωτιέσαι «ποιος μπορεί να σταθεί απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη;». Πρόκειται για μια εξόχως υποκριτική πολιτική στάση, που γίνεται απλώς για να γίνεται. Δεν ξέρω τι συμπεράσματα ακριβώς βγήκαν – αν βγήκαν – από αυτήν την εκδήλωση, αλλά έχω… 101 λόγους να μην είμαι και πολύ αισιόδοξος.
Ο τρόπος διακυβέρνησης σήμερα έχει διαφοροποιηθεί αρκετά σε σχέση με το παρελθόν, αφού έχει επιλεγεί το κλειστό κυβερνητικό μοντέλο με επίκεντρο το Μέγαρο Μαξίμου.
Το μοντέλο αυτό λειτουργίας που έχει επιλέξει η επιτελική κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, φαίνεται να αποδίδει σε ταχύτητα και στην άμεση προώθηση των κεντρικών επιλογών, ωστόσο, δημιουργεί την αίσθηση πως διαφοροποιεί σημαντικά ή ακόμα και ολοκληρωτικά, τα επίπεδα της διακυβέρνησης. Σήμερα όλα περνούν, ελέγχονται και αποφασίζονται από το Μαξίμου, ενώ οι καθ’ ύλην αρμόδιοι υπουργοί περιορίζονται στον άχαρο ρόλο του διεκπεραιωτή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να κυβερνά μόνος του ο πρωθυπουργός, πλαισιωμένος από το στενό του επιτελείο, χωρίς βοήθειες, χωρίς έλεγχο και σίγουρα χωρίς ουσιαστικό αντιπολιτευ- τικό λόγο.
Σήμερα, οπότε η κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελεί πλέον ένα «άνοστο αστείο», η κοινωνία διάγει τον πιο βαθύ της λήθαργο και όλα είναι προκαθορισμένα από τους μηχανισμούς της εξουσίας, ζητείται επειγόντως αντιπολίτευση. Γιατί, στην «εξουσία» συμπεριλαμβάνονται όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου, ακόμα και σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, όπου δεν υπάρχει αντιπολίτευση στη χώρα.
Η κατάσταση σήμερα στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας είναι εξόχως απογοητευτική!
Η κυβέρνηση «αλωνίζει» ανενόχλητη, καθώς στην αντίπερα όχθη της επικρατεί το απόλυτο χάος. Ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ, οδηγεί το κόμμα στα πρόθυρα ακόμα μιας νέας διάσπασης, με τις τάσεις αυτοκαταστροφής να μην έχουν τέλος. Το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε τελικά να «νεκραναστηθεί», εκμεταλλευόμενο τον αλληλοσπαραγμό στην Κεντροαριστερά, το ΚΚΕ δεν θέλει κάτι άλλο από αυτό που έχει, ενώ τα ακροδεξιά κόμματα που τώρα διεκδικούν το χώρο τους, αργά ή γρήγορα θα απορροφηθούν κι εκείνα από την μεγάλη και φιλόξενη συντηρητική παράταξη, αφού εκεί όλοι οι «καλοί» χωράνε…
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχουν, δυστυχώς, ηγέτες ούτε προικισμένες πολιτικές φυσιογνωμίες που μπορούν να εμπνεύσουν, γι αυτό προχωράμε με το «βρισκούμενο». Γιατί, όταν δεν υπάρχει «το βέλτιστον», υπάρχει «το μη χείρον»…
Η φύση μπορεί να απεχθάνεται το κενό, αλλά η εξουσία δείχνει να το λατρεύει! Αν δεν δημιουργηθεί όμως σύντομα το αντίπαλο δέος απέναντι σε μια απόλυτη πρωθυπουργική μονοκρατορία, τα πράγματα δεν θα πάνε καλά για κανέναν. Ούτε για τον τόπο, ούτε για την αντιπολίτευση, ούτε βεβαίως και για την ίδια την κυβέρνηση.
https://moschonas.wordpress.com