Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει · το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια ·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
……
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
καινούρια στην αρχή σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα ·
Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο…..
Έτσι θρηνεί ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Κίχλη» τα σπίτια που χάθηκαν, έχοντας προφανώς στη μνήμη την αγαπημένη του Μικρασία απ’ όπου ξεριζώθηκε η οικογένειά του και ο Ελληνισμός μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Όσο κι αν υποτάσσει το συναίσθημα για να βρει τη φωνή και το ποιητικό του ύφος, ο σπαραγμός ενός ανθρώπου που πέρασε τη ζωή του σε ξένους τόπους ακούγεται στο βάθος.
Ο Γιώργος Σεφέρης αγάπησε πολύ το νησί μας και φεύγοντας από την Κρήτη για τη Μέση Ανατολή πήρε μαζί του μια χούφτα κρητικό χώμα. Στο ποίημά του «Μέρες του Ιουνίου ’41» γράφει:
λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.
Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά
Και σαν ξεριζωμένες ρίζες».
Τότε ακριβώς γεννήθηκα κι εγώ. Τότε που η περιοχή Αρκαλοχωρίου βομβαρδιζόταν από τους Γερμανούς. Στη μνήμη μου μένουν οι διηγήσεις των μανάδων μου για εκείνες τις ώρες του φόβου και οι δυσκολίες της Κατοχής.
Η Ζίντα, το αγαπημένο μου χωριό έχει μακρά ιστορία. Το όνομά της οφείλεται στο Ενετό φεουδάρχη Ζίντα που εγκαταστάθηκε εκεί, στο ύψωμα απέναντι από το Αρκαλοχώρι για να εποπτεύει την περιοχή. Το δικό μου σπίτι διατηρεί ακόμα ίχνη της παρουσίας των Ενετών, αλλά και των Τούρκων που εγκαταστάθηκαν εκεί αργότερα. Στα σπίτια τους ήρθαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Καθάρισαν χαλάσματα, φύτεψαν βασιλικούς, άσπρισαν με ασβέστη τους τοίχους και τις αυλές, φύτεψαν αμπέλια, καλλιέργησαν τον κάμπο και άρχισε να αναπτύσσεται η περιοχή. Με τα παιδιά τους και ιδιαίτερα με τον αγαπημένο μου συμμαθητή Μανόλη Νάνο πηγαίναμε με τα πόδια στο γυμνάσιο Αρκαλοχωρίου, που ιδρύθηκε το 1954 με πενήντα μαθητές. Από κει αποφοιτήσαμε με τη συμμαθήτριά μου Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα και σπουδάσαμε φιλόλογοι.
Σπούδασαν και άλλοι πολλοί έκτοτε. Στον Προφήτη Ηλία, που σήμερα δεν υπάρχει, γιατί ισοπεδώθηκε από τους σεισμούς, υπήρχε τότε μια καμπάνα από κομμένη βόμβα, που άκουγα από το σπίτι μου, όταν χτυπούσε. Ήταν το σπίτι που αγάπησα και προσπάθησα να βελτιώσω όλα αυτά τα χρόνια. Χαιρόμουνα κάθε φορά που συναντούσα στο καφενείο τα αγαπημένα μου ανίψια και το Μανώλη Χαλκιαδάκη ή τον Αρίστο και άλλους πολλούς που ξυπνούσαμε και ζωντανεύαμε τις μνήμες μας και το παιχνίδι μας με το λάστιχο και το κυνήγι των πουλιών.
Υπάρχουν τα πολύχρωμα περβόλια με το νερό της Κάτω Βρύσης που τρέχει ελεύθερο όλο το χρόνο. Ξυπνούσαν οι φωνές των αγαπημένων μου μανάδων της Καλλιώς, της Κατερίνης και της κόρης της Ειρήνης, που αν και πρώτη μου εξαδέλφη, με είχε υιοθετήσει, αλλά έφυγε στα 34 χρόνια της, όταν πήγαινα πρώτη Δημοτικού.
Αυτός ο αγαπημένος τόπος, αυτό το αγαπημένο σπίτι, που με αγάπη συνεχώς φρόντιζε και συντηρούσε η σύζυγός μου, σήμερα δοκιμάζεται από μια οργή πρωτοφανή. Κυριαρχούν τα ερείπια, οι πεσμένες πέτρες, ο θρήνος και η αγωνία των παιδιών του Πολιτιστικού Συλλόγου για να υπηρετήσουν τις καθημερινές ανάγκες όλων εκείνων που άστεγοι αισθάνονται τη Γη να τρέμει συνεχώς κάτω από τα πόδια τους.
Ο Τόπος έχει τη δική του φωνή. Είναι η δική μας φωνή που κάποτε γίνεται παιδί, κάποτε έφηβος, κάποτε άντρας και επιστρέφει σ’ αυτόν τον παραδείσιο τόπο για βρει το χαμένο του χρόνο, να ακούσει τη φωνή των αηδονιών και των κοτσυφιών, να απολαύσει το άρωμα των ανθισμένων δέντρων.
Ξέρω ότι οι προηγούμενες γενιές έζησαν δυσκολότερα χρόνια με λιμούς, λοιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς. Ξέρω ότι αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ανακαλύπτουμε τον τόπο και τα νεανικά μας χρόνια που μυθοποιούμε. Δεν ξέρω την τέχνη του ποιητή ώστε να θρηνήσω και να παρηγορήσω για το δράμα που ζούμε όλοι στην περιοχή. Εύχομαι, όμως, το κακό να είναι πίσω μας. Να ξαναχτίσουμε τα σπίτια που αγαπήσαμε και να αφηγηθούμε, όσα ζούμε, σαν παραμύθι στα εγγόνια μας και επιτέλους να γαληνέψουν οι καιροί και να ηρεμήσει ο τόπος.