Η κατάσταση με την Τουρκία φαίνεται να έχει φτάσει στο μη περαιτέρω. Οι συνεχείς επιθετικές δηλώσεις και η όλη φιλοπόλεμη ρητορική των εξ Ανατολών γειτόνων μας έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Στη χώρα μας διάφορες ερμηνείες και αναλύσεις από χείλη ειδικών και μη ακούγονται και βλέπουν το φως της δημοσιότητας καθημερινά, ενώ η ανησυχία μήπως συμβεί κάποιο «θερμό» επεισόδιο είναι διάχυτη.

Εγείρεται, ωστόσο, ένα πολύ εύλογο ερώτημα: Γιατί η Τουρκία, μια μεγάλη χώρα με πολλές δυνατότητες, έχει αυτή την εμμονή με το Αιγαίο και τα νησιά μας, τη στιγμή που μπορεί να στραφεί προς πλούσιες χώρες της Ασίας με τις οποίες διατηρεί φιλικούς δεσμούς, όπως π.χ. το Ιράν, το Πακιστάν, το Αζερμπαϊτζάν κ.ά., που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξή της και στην πρόοδο του τουρκικού λαού;

Γιατί να μη στραφεί, σαν μια σύγχρονη χώρα, στην αντιμετώπιση ζητημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή, η επίλυση των προβλημάτων της καθημερινότητας του λαού της, η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης κ.τ.ό.; Αντίθετα, βλέπουμε να επενδύει στα οπλικά συστήματα, σε μεγάλα φαραωνικά έργα και σε μια επιθετική εξωτερική πολιτική, εμπλεκόμενη σε κάθε πολεμική σύρραξη και διένεξη γύρω αλλά και μακρύτερα από αυτήν.

Το ερώτημα χρήζει, νομίζω, απαντήσεων. Πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να δεχτούμε ότι, δυστυχώς ή ευτυχώς, η ιστορία των σχέσεων των δύο λαών παίζει έναν σοβαρότατο λόγο γι’ αυτή τη συμπεριφορά της Τουρκίας, η οποία, εξετάζοντας το παρελθόν και όσα συνέβησαν τον 19ο αιώνα, αντιλαμβάνεται ότι η βασική αιτία της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι η Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Ίσως δεν μπορεί να «χωνέψει» ακόμη ότι ένας μικρός και σχεδόν άοπλος λαός κατάφερε να σηκώσει κεφάλι στον σουλτάνο και τους αγάδες του και να αποκτήσει την ελευθερία του. Ούτε μπορεί να «χωνέψει» ότι το 1912- 1913 και το 1920 η Ελλάδα υπερδιπλασίασε την έκτασή της, με εδάφη που δικαιωματικά της ανήκαν και που είχαν καταλάβει οι Οθωμανοί, μετά την πτώση του Βυζαντίου.

Οι Τούρκοι, με τον Ερντογάν και τους περί αυτόν, ζουν με τα ιστορικά φαντάσματα, ονειρεύονται οθωμανική κυριαρχία, θεωρώντας τις ελληνικές θάλασσες και τα νησιά μας κομμάτι της «μεγάλης» Τουρκίας και έχοντας κατά νουν νίκες και δόξες σαν άλλοι Σουλεϊμάν ή Αττίλας ή Μωάμεθ ο Πορθητής.

Το δεύτερο είναι ότι πιστεύουν πως η Ελλάδα, ως μια μικρή χώρα, θα είναι εύκολη λεία στις αρπακτικές τους διαθέσεις. Επειδή ζουν με τη φαντασίωση της μεγάλης δύναμης, θεωρούν πως η κατάκτηση ελληνικών εδαφών θα είναι για τις ορδές τους ένας απλός περίπατος. Ο μεγαλοϊδεατισμός και η αλαζονεία που πηγάζει από την υπέρμετρη πίστη στις δυνάμεις του κάθε επιτιθέμενου οδηγούν στην υποτίμηση του αντιπάλου, με οδυνηρές συνέπειες όχι μόνο για τον αμυνόμενο αλλά και για τον επιτιθέμενο, όπως το έχει αποδείξει πολλάκις η ιστορία.

Ο μεγαλοϊδεατισμός και η αλαζονεία των Τούρκων πολιτικών τούς έχει τυφλώσει «τὰ ὦτα τον τε νοῦν τά τ’ὄμματα» (τα αυτιά, το μυαλό και τα μάτια), όπως είπε ο Οιδίπους στον Τειρεσία (Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος, στ. 371). Όμως εδώ κάνουν λάθος: η Ελλάδα ούτε αδύναμη ούτε μόνη είναι. Και οπλισμένη άρτια είναι και προσωπικό εκπαιδευμένο διαθέτει και συμμάχους έχει. Ας το σκεφτούν καλά. Το «μολών λαβέ» Έλληνας το είπε.

Ο τρίτος λόγος είναι η εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας. Ο πληθωρισμός στα ύψη εξανεμίζει το πενιχρό εισόδημα του απλού λαού, οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που διχάζουν την τουρκική κοινωνία, το κουρδικό, ο αυταρχισμός, ο έλεγχος της δικαιοσύνης, η εμπλοκή σε πολέμους είναι μερικά από τα προβλήματα που ταλανίζουν την Τουρκία.

Κι όταν δεν λύνεις τα προβλήματα, τότε ένας τρόπος υπάρχει να κάνεις το λαό να τα ξεχάσει: να τον φανατίσεις με τα «μεγαλεία» του έθνους και με τη θρησκευτική πίστη, δημιουργώντας ή ανασύροντας  από την ιστορία «εχθρούς» του έθνους ή της θρησκείας, αλλόπιστους και αλλοεθνείς, που τάχα επιβουλεύονται τη χώρα σου και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, τα οποία δήθεν πηγάζουν από την ιστορία.

Τότε ανθεί η προπαγάνδα στην πιο ακραία της μορφή. Βλέπουμε με πόση ένταση επιδίδεται στο «σπορ» του προπαγανδιστικού ψεύδους τόσο η τουρκική ηγεσία όσο και τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία κάνουν το άσπρο μαύρο, ισχυριζόμενα ότι η Ελλάδα είναι η επιτιθέμενη χώρα, ότι κακώς οι Έλληνες πολιτικοί άρχοντες πηγαίνουν στα ελληνικά νησιά, ότι τα νησιά κακώς μας δόθηκαν, ότι δεν τηρούμε το διεθνές δίκαιο και πολλά άλλα που ακούγονται γραφικά, αλλά δεν παύουν να είναι λίαν επικίνδυνα.

Ένας τέταρτος λόγος είναι η ίδια η τουρκική ιστορία. Οι Τούρκοι είναι ένας λαός που ήλθε από την Κεντρική Ασία και, εκμεταλλευόμενος την κατάρρευση του βυζαντινού αμυντικού συστήματος, κατέκτησε σταδιακά τη Μ. Ασία και το 1453 την Κωνσταντινούπολη, αντικαθιστώντας έτσι τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την Οθωμανική. Αν μελετήσει κανείς την ιστορία τους, θα διαπιστώσει πως η προσφορά τους στον πολιτισμό ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

Οι Τούρκοι, ιστορικά, ήταν άρπαγες. Ζούσαν από τους κατακτημένους λαούς, από τη βαριά φορολογία που τους επέβαλλαν και μάλιστα με υποθήκη την ίδια τη ζωή των κατακτημένων. Και σήμερα μια από τις μεγάλες τους επετείους είναι η κατάκτηση της Πόλης, την οποία εορτάζουν κάθε χρόνο με «κιτς» φιέστες και τελετές, υπενθυμίζοντας έτσι σε όλο τον κόσμο πως η Πόλη δεν ήταν δικιά τους, ότι είναι λάφυρο των πολέμων τους.

Αν π.χ. συγκρίνουμε τον Μ. Αλέξανδρο με τον Μωάμεθ τον κατακτητή, θα δούμε την τεράστια διαφορά: ο πρώτος όπου πήγαινε έκτιζε πόλεις, δεν προέβαινε σε σφαγές και αρπαγές, μετέφερε τον ελληνικό πολιτισμό στην Ασία και δεν επέβαλε την ελληνική θρησκεία (γνωρίζουμε την άνθηση του πολιτισμού των ελληνιστικών χρόνων μετά τον Αλέξανδρο). Ο δεύτερος και οι μετά από αυτόν σουλτάνοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τον παρά, για τα γρόσια.

Πλήρωνες τους φόρους; Ίσως έσωζες τη ζωή σου, χωρίς όμως να είναι βέβαιο πως θα σώσεις και την τιμή και την αξιοπρέπειά σου (ας θυμηθούμε το παιδομάζωμα, τους βίαιους εξισλαμισμούς, τις σφαγές  κ.ά.). Αυτές οι συμπεριφορές φαίνεται ότι είναι εγγεγραμμένες στο συλλογικό ασυνείδητο των Τούρκων. Γι’ αυτό, ενώ, όπως γράφει κάπου ο Κόντογλου, ο Τούρκος «έχει πολλά καλά, είναι καλοκάγαθος, απλοϊκός και φιλόξενος», όταν τον «πιάσει ο φανατισμός τον κάνει από πρόβατο θερίο» (Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, σ. 309).

Αυτόν το φανατισμό και τις βαθιά κρυμμένες στο ασυνείδητο συμπεριφορές έρχονται να ξυπνήσουν οι Τούρκοι πολιτικοί, εμφανιζόμενοι ως συνεχιστές των μεγάλων Τούρκων πολεμάρχων και κατακτητών του παρελθόντος, με σκοπούς καθαρά πολιτικού συμφέροντος. Ειδικά, ο σημερινός Τούρκος πρόεδρος έχει πολλούς λόγους να εξάπτει το φανατισμό και τον εθνικισμό των Τούρκων, επειδή το πολιτικό του μέλλον είναι αβέβαιο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μια αλλαγή ηγεσίας στην Τουρκία θα σημάνει και μεταβολή της στάσης αυτής της χώρας έναντι της πατρίδας μας.

Έχουμε, λοιπόν, ως χώρα ενώπιόν μας μια μεγάλη πρόκληση, ένα μεγάλο κίνδυνο, που πηγάζει από τον μεγαλοϊδεατισμό και την αλαζονεία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Τουρκίας καθώς και από την ίδια την ιστορία του λαού των Τούρκων.

Αυτή την υπέρμετρη αλαζονεία η αρχαίοι Έλληνες την ονόμασαν «ύβριν», που στην αρχαία γραμματεία σημαίνει: υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου, αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια που πηγάζει από ένα υπερβολικό πάθος ή από τη συναίσθηση μιας υπερβολικής δύναμης (https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/sea-rch.html?lq=%CF%8D%CE%B2%CF%81%CE%B9%CF%82&dq=).

Όμως η ύβρις, ως υπέρβαση του μέτρου και βίαιη συμπεριφορά, οδηγεί στην παραφροσύνη, που μεταφράζεται σε πράξεις που πάνε πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα, έξω από κάθε λογική, αφού ο άνθρωπος σκέπτεται και δρα τυφλωμένος από τα πάθη και τις ιδεοληπτικές εμμονές του.

Γι’ αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως η υβριστική συμπεριφορά επέφερε τελικά την πτώση και καταστροφή του υβριστή.

Η «ύβρις» επέφερε την «άτην» (τύφλωση του νου, παραφροσύνη), κάτι που τον οδηγούσε σε νέα μεγαλύτερη ύβρη, αυτό επέφερε τη «νέμεση» (οργή των θεών), για να επέλθει τελικά η «τίσις», δηλαδή η τιμωρία του υβριστή. Ας ευχηθούμε η τουρκική ηγεσία να επανέλθει στη σύνεση και τη σωφροσύνη, γιατί ποτέ η αλαζονεία και η υβριστική συμπεριφορά δεν βοήθησε στην πρόοδο και την ευημερία των λαών.