Άγνωστες στην πλειοψηφία των ανθρώπων, α-φού βρίσκονται στην πίσω μεριά του βασικού κορμού της αρχιτεκτονικής δομής. Όμως αρχίσαμε μαζί κάπου τρεις δεκαετίες πριν. Εκείνες βέβαια μικρά μόλις υποσημαινόμενα δεντράκια, κι’ εγώ έχοντας ήδη κάποιες σκληρές δεκαετίες στο βιογραφικό και στους ώμους μου.

Σ’ αυτά τα χρόνια, στέριωσαν στο επικλινές, αλλά  φιλόξενο και παρθένο  έδαφος, έκαναν ρίζες αόρατες, βαθιές, αποτελεσματικές  και ζηλευτές, άντεξαν στα κελεύσματα, τις ιδιορρυθμίες  και τις κακίες των ανθρώπων και των καιρών, και τώρα περηφανεύονται στητές, αγέρωχες με τις κορυφές τους να ατενίζουν άλλες ψηλές βουνοκορφές, πέρα μακρυά στο βάθος της δύσης.

Οι φυλλοβόλες λεύκες με την εκλεπτυσμένη και ευθυτενή τους κορμοστασιά  ολοένα και δεσπόζουν τελευταία πάνω απ’ όλα τα άλλα δέντρα ετούτης της επικλινούς περιοχής.  Χειμώνα, καλοκαίρι!

Τριγύρω τους μικρά και άλλα αειθαλή ή όχι δεντράκια και θάμνοι, δεν παίζει άλλωστε και κανένα ιδιαίτερο ρόλο, εδώ. Έχουν χορτάσει όμως από τα πονεμένα βλέμματα των αρρώστων, των συγγενών, και όσων έτυχε να βρεθούν εκεί για οποιοδήποτε λόγο, στα περιμετρικά μπαλκόνια των κτιρίων, ακολούθησαν θαυμαστή πορεία, κι’ έτσι έγιναν επώνυμα.

Επωμίσθηκαν σταδιακά τον όρο του φερώνυμου με τον οποίο διαδίδεται η παρουσία τους από τους πολυπληθείς επισκέπτες, τόσον καιρό τώρα.

Κάπως έτσι, να ομολογήσουμε, συνέβη και μ’ εμάς.  Δηλαδή  κάπου φτάσαμε κι’ εμείς, αν και ξεκινήσαμε εμφανώς μεγαλύτεροι, ολοένα μεγαλώναμε, ωριμάσαμε, ζήσαμε χαρές και λύπες, δικές μας ή των άλλων, κερδίσαμε χωρίς να την αναζητήσουμε ίσως και χωρίς να επιθυμούμε κάποιας μορφής δημοσιότητα, μεταμορφώσαμε την άσημη οντότητα της ύπαρξής μας σε φευγαλέα λάμψη, και τώρα ελήλυθεν η ώρα και ο καιρός να ανασυνταχθούμε εκ βάθρων, ν’ αρχίσουμε να σβήσουνε προσεκτικά το κερί της όποιας αναγνωρισιμότητας, χαράσσοντας και δρομολογώντας άλλες πορείες!