Η καντάδα, όπως είναι γνωστό, κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό «Κώμο» από τον οποίο δημιουργήθηκε η Κωμωδία (Κώμος+ωδή) προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη οι νυχτερινές καντάδες (σερενάτες) ειδικά στους δρόμους του Χάνδακα ήταν συνηθισμένη πρακτική.

Η περίοδος της Τουρκοκρατίας είχε επίσης καντάδες και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν τα «κοντζάκια», τα οποία ήταν ομοιοκατάληκτα λαϊκά δίστιχα με αραβοτουρκικές μουσικές επιρροές.. Αυτά ήταν στα πλαίσια της φαναριώτικης λαϊκής στιχουργικής δημιουργίας, η οποία ήταν δημοφιλής και διασώθηκε σε χειρόγραφα, τις «μισμαγιές».

Η λέξη «κοντζάκι» (ή κοτσάκι ή κοτζάκι) πρωτοαναφέρθηκε στο έργο του Caspar Ludwig Momarz Βοσπορομαχία (1752), στο οποίο «τα κοτσάκια τραγουδούσε ο φίλος της Ανατολικής ακτής του Βοσπόρου». Αυτά είχαν ερωτικό περιεχόμενο. Σήμερα τα «κοτσάκια» σώζονται στη Νάξο ως τραγούδι και χορός. Ο Γάλλος πρεσβευτής κόμης de Marcellus στην Κωνσταντινούπολη  (1816-1820) τα ονόμαζε «chansons d’ amour» (ερωτικά τραγούδια).

Ιστορικά πρώτος ο Ρήγας Φεραίος στο βιβλίο του «Η Σχολή των ντελικάτων εραστών» κατέγραψε 13 φαναριώτικα στιχουργήματα (Βιέννη, 1790). Ακολούθησε ο Κύπριος Ιωάννης Καρατζάς (Βιέννη, 1792), ο οποίος εξέδωσε πολλά περισσότερα στο πόνημα «Έρωτος αποτελέσματα ήτοι ιστορία ηθικοερωτική με πολιτικά τραγούδια».

Ο Αντώνιος Κορωνιός στη μετάφραση του ποιμενικού μυθιστορήματος «Γαλάτεια» του Florian προσθέτει 26 φαναριώτικα στιχουργήματα (Βιέννη, 1796), ενώ σημαντικός συνθέτης ήταν και ο ιεροψάλτης του Πατριαρχείου Ιάκωβος Γιακουμάκης (1740-1800).

Στα μεγάλα αστικά κέντρα της Κρήτης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρχαν οι πατινάδες. Στο έργο του Ρεθυμνιώτη «πατέρα» της κρητικής λαογραφίας Παύλου Βλαστού (1836-1923), «Ο Γάμος εν Κρήτη» (1893), αναφέρεται η ύπαρξη πατινάδων.

Ετυμολογικά η λέξη πατινάδα προέρχεται από το επίθετο πατηνόν=πεπατημένον (Ησύχιος), το ρήμα πατέω-πατώ με απαρέμφατο πατείν και την κατάληξη άδω=τραγουδώ (πατείν+άδω =πατινάδω, πατινάδα), δηλαδή το τραγούδι που λέγεται κατά τη διάρκεια του περιπάτου.

Σύμφωνα με τον Καθηγητή Γλωσσολογίας Μπαμπινιώτη πατινάδα είναι «ερωτικό μουσικό κομμάτι, που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας (ή άλλου μουσικού οργάνου) στους δρόμους τη νύχτα». Μια άλλη ερμηνεία της λέξης πατινάδα, σύμφωνα με το Λεξικό του Παύλου Βλαστού, αφορά την ιταλική λέξη  patinata, η οποία σημαίνει «νυκτερινή εμμέλια (νυκτωδία, νυκτομέλεια), σχεδόν όμοια με το κλαυσίθυρον των αρχαίων.

Ο κλαυσίθυρος ήτο επίθετο τραγωδίου του οποίου ο ερώμενος μετά δακρύων τραγουδούσε προς την θύρα της σκληράς ερωμένης του». Με άλλα λόγια, «πατινάδα» είναι η ονομασία της καντάδας που γινόταν στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι πατινάδες υπήρχαν από το 1850, κυρίως όμως μετά το 1860 στα αστικά κέντρα του νησιού. Ο μουσικός σκοπός μπορεί να ήταν με βάση την κρητική ή την ευρωπαϊκή μουσική.

 

Πηγές:

  1. Γιακουμάκης Α., «Η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης τον 19ο αιώνα μέσα από τη συλλογή του Παύλου Βλαστού», Διδακτορική Διατριβή Ιόνιο Πανεπιστήμιο Τμήμα Μουσικών Σπουδών υπό έκδοση, Ηράκλειο 2019.

  2. Ξούριας Γ., «Ανεβαίνοντας τον Ελικώνα. Για την ποίηση του γένους την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», εκδ. GUTENBERG, Αθήνα, 2018.

 *Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός,  πολιτισμολόγος