Στη συζήτηση στο καφενείο για οικονομία, πολιτικά και για την ευτυχία του λαού, ο κυρ Γιώργος ξαφνικά πήρε τον λόγο και, σαν αρχαίος ρήτορας, άρχισε να λέει.
-Ο άνθρωπος γενικώς στην σημερινή κοινωνία ως τα δεκαοχτώ του περίπου χρόνια αποτελεί έναν καταναλωτικό μηχανισμό. Δεν παράγει, αλλά αντιθέτως καταναλώνει, ξοδεύει παραγόμενα από άλλους αγαθά. Από τα δεκαοχτώ του περίπου χρόνια και εξής – αλλά και πάλι με την προϋπόθεση ότι δεν σπουδάζει σε πανεπιστήμια ή άλλες σχολές – γίνεται παραγωγικός μηχανισμός.
Ας το πούμε έτσι. Παράγει αγαθά άλλος ως γεωργός, άλλος ως βοσκός, άλλος ως εργάτης, άλλος ως δάσκαλος, άλλος ως επιστήμονας, άλλος σε κάποια άλλη τέλος πάντων δουλειά παράγοντας κάποιο αγαθό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι σταματά να καταναλώνει αγαθά. Η κατανάλωση συνεχίζεται όσο ζει κανείς. Θυμάμαι ότι στον στρατό, στην βασική μας εκπαίδευση στην Κόρινθο, ένας αξιωματικός, όταν θύμωνε, περιφρονητικά μας αποκαλούσε κοπροποιητικές μηχανές.
Από τα εξήντα εφτά μας όμως και έπειτα, γινόμαστε όλοι συνταξιούχοι. Υποχρεωτικώς! Και ξεπέφτουμε πάλι και γινόμαστε σκέτοι καταναλωτικοί μηχανισμοί. Κοινώς γινόμαστε χαραμοφάηδες.
Και μάλιστα πολυέξοδοι χαραμοφάηδες. Γιατί αρρωσταίνουμε. Πλησιάζει ο θάνατος! Και χρειαζόμαστε περίθαλψη: γιατρούς, φάρμακα, νοσηλείες… Για να κρατηθούμε στη ζωή με το ζόρι… Όσο το δυνατό περισσότερο… Και το “προσδόκιμο ζωής”, όπως το λένε, στο μεταξύ συνεχώς μεγαλώνει. Έχουμε φτάσει να ζούμε στην Ελλάδα κατά μέσο όρο και πάνω από ογδόντα ένα χρόνια…
Και όλοι στο καφενείο άκουγαν προσεκτικά τον κυρ Γιώργο, που είχε πάρει φόρα και αγόρευε. Και τον θαύμαζαν. Τον άκουγε με προσοχή και ο κύριος Κυριάκος, το πάντοτε καλοντυμένο γεροντοπαλίκαρο, που στο τέλος, θαυμάζοντας, του είπε.
-Μπράβο, Γεώργιε! Πού τα βρήκες αυτά; Τα διάβασες πουθενά;
-Όχι! απάντησε ο κυρ Γιώργος. Τα σκεφτόμουν χθες το βράδυ. Δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Είχα βαρυστομαχιά. Και σκεφτόμουν πόσο άχρηστος έχω καταντήσει τώρα…
Και όλοι γελάσανε.