Στους ανθρώπους, παντού και πάντοτε, υπήρχε η χυδαιότητα ως άκουσμα ή εικόνα. Και σαφώς, κατά τον Λορέντζο Μαβίλη, “χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι”. Γιατί είναι σαφές ότι η χυδαιότητα πηγάζει από τον έσω άνθρωπο, από την έλλειψη της αιδούς και της ευγένειας.

“Προ αμνημονεύτων χρόνων” οι άνθρωποι  έκλειναν τα μάτια ή τα αυτιά τους, απέστρεφαν το πρόσωπό τους από τον χυδαίο και τη χυδαιότητα.

Στις μέρες μας, όμως,  υπερεπλεόνασεν η χυδαιότητα και οι χυδαίοι, στον καθημερινό λόγο ή τον θεατρικό, πιστεύοντας ότι είναι συνεχιστές του Αριστοφάνη, αλλά και στον πολιτικό βίο και τον ποδοσφαιρικό. Ακόμα και η Βουλή, τα τελευταία χρόνια, έχει καταστεί ένα ροντέο χυδαίου ανταγωνισμού, από μερίδα πολιτικών.

Εικόνες και ακούσματα καθημερινά, μιας πολιτικής και, κατ’ επέκταση,  κοινωνικής στάσης και συμπεριφοράς, που όλα τα “λαλεί σώπατο” και χύμα, γιατί το χυδαίο πουλά και συμφέρει, με ένα  τσαμπουκά, που δεν έχει καμιά σχέση με τη λεβεντιά ή την αντάρτικη καπετανιά. Είναι ένας χυδαίος τραμπουκισμός στα όρια του φασισμού, που επωάζει την επιθετικότητα και βιαιότητα  παντού, στα σπίτια, στην εκπαίδευση, στους φλεγόμενους δρόμους.

Με τον απρεπή λόγο ο τύπος του ανθρώπου αυτού προσπαθεί να επιβληθεί, διχάζει,  επιχαίρει, επιπροσθέτως, για την καπατσοσύνη του. Όπως λέει, δηλαδή, ο λαός “η π*****α (στην ψυχή, όχι η κοινή γυναίκα), θέλει να κρυφτεί, μα η χαρά δεν την αφήνει”. Ο χυδαίος, όχι μόνο δεν ντρέπεται, αλλά υπεραίρεται, καυχιέται και από πάνω χαίρεται.

Σήμερα, δυστυχώς, η χυδαιότητα κυριαρχεί κατά κόρον στην τηλεόραση, στους Η/Υ και στα κινητά τηλέφωνα. Ο σημερινός άνθρωπος, υποχείριος πλέον των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, αδυνατεί να κλείσει τα αυτιά ή τα μάτια του μπροστά στις οθόνες του. Εκείνο, λοιπόν, που μπορεί να πράξει, αν δεν είναι απολύτως εξαρτημένος, είναι να επιλέγει ή να κλείνει τους διακόπτες, με το “αυτεξούσιον” που διαθέτει, να ρυθμίζει τη ζωή τη δική του και τη λειτουργία των ηλεκτρονικών μέσων.

Με τις σκέψεις αυτές, ενδιαφέρον είναι να γνωρίσουμε το πώς σκέφτονται οι φορείς της χυδαιότητας.

Κατ’ αρχήν, ερμηνεύουν, κατά την άποψή τους, τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα των άλλων, θεωρώντας ότι τάχα κάτι τους λείπει, “κάποια βίδα λάσκαρε” στο μυαλό τους. Δεν είναι, δηλαδή, “στα σύγκαλά τους”. Ταυτίζουν τον ευγενή άνθρωπο με τον υποκριτή, ότι, δηλαδή, με τη στάση του κάτι επιζητεί να πετύχει. Αν αντιληφθούν, αντιθέτως, την ανιδιοτέλεια του ευγενούς, ότι δεν συμπεριφέρεται από εγωισμό και ότι δεν τον απασχολούν τα ασήμαντα και τα ταπεινά, τα μικρόψυχα, ότι δεν πολυνοιάζεται για το υπερβολικό κέρδος, ε, τότε τον θεωρούν όχι απλώς ανόητο, αλλά στην κυριολεξία “βλάκα με περικεφαλαία”.

Αν, επίσης, το πρόσωπο του αξιοπρεπούς ανθρώπου είναι χαρούμενο, με μια χαρά που πηγάζει από μέσα του, τον θεωρούν χαζοχαρούμενο, τον εμπαίζουν, τον ειρωνεύονται και τον περιφρονούν. “Βλαμένος είναι”, σου λένε.

Ο χυδαίος διακρίνεται και από το ότι τον απασχολεί μόνο το συμφέρον του, οικονομικό ή στενά κομματικό, κατά τρόπο μανιακό. Θέλει να κερδίσει οικονομικά  ή πολιτικά, να ανέβει κοινωνικά στα μάτια των άλλων. Τον ενδιαφέρει να επωφεληθεί μόνο ο ίδιος, η ομάδα ή το κόμμα του. Τα λεγόμενα υψηλά είναι γι’ αυτόν “ψιλά γράμματα” και τις αξίες τις βλέπει αδιάφορα, δεν του είναι γοητευτικές. Γι’ αυτόν όλα είναι “χύμα”, ανάμεικτα με επιθετικό λαϊκισμό, που θεωρείται πλέον μαγκιά.

Αντιθέτως, ο ευγενής, ο αγαπών “τον πλησίον του ως εαυτόν”, δεν ζυγιάζει “τα πάντα όλα” με τη λογική του συμφέροντος. Μια ακραία μορφή  μοναχών θεωρούνται ως “διά Χριστόν σαλοί”, δηλαδή τρελοί, γιατί πιστεύουν ότι ο αγώνας τους  είναι από αμέριστη αγάπη για το Θεό και τους ανθρώπους, για τον σύμπαντα κόσμο, ειδικότερα για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους.

Κατά τους άλλους, μάλιστα, τους κατά κόσμον, τους “ξύπνιους” χυδαίους, από μωρία νομίζουν ότι “οι ωραίοι τρελοί” της κοινωνίας των ανθρώπων είναι όλοι τους “αγαθιάρηδες”,  ενώ  αυτοί είναι οι καπάτσοι, οι ξύπνιοι.

Στην ουσία, όμως, δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους και, ως εκ τούτου, αδυνατούν να κατανοήσουν και τους άλλους.

Τα τελευταία χρόνια, η σκέψη και η έκφραση έχουν χάσει την εσωτερική, την ψυχική αλλά και την εξωτερική αξιοπρέπεια και, ως εκ τούτου, επιχειρείται από τον χυδαίο άνθρωπο και άξεστο ο εξευτελισμός όποιου σκέφτεται ανθρωπινά. Τον ευγενή άνθρωπο δεν τον ανέχεται, δεν τον γουστάρει και επιπροσθέτως τον λοιδορεί και τον εμπαίζει.

Σήμερα, στην εποχή της ταχύτητας, όλα είναι γρήγορα, στη σκέψη, στις αποφάσεις, στη χρήση του υπολογιστή, στα κινητά τηλέφωνα, ακόμα-ακόμα και στις κρίσιμες αποφάσεις, προσωπικές ή του συνόλου, τις πολιτικές.

Δεν διαθέτουμε χρόνο για να επεξεργαστούμε ουσιαστικά τις σκέψεις ούτε έχουμε στιγμές για την αιδήμονα σιωπή. Φλυαρούμε γραπτά, εικονιστικά ή προφορικά, πολλές φορές ανενδοίαστα, η κεφαλή μας είναι ένας τρελαμένος Υπολογιστής που τρέχει ασταμάτητα, χωρίς να διερωτώμεθα “ποίον έπος φύγεν έρκος οδόντων” μας.

Σε προηγούμενες γενιές, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν ότι, όταν κάποιος στοχαζόταν, ήταν σκεπτικός και “ντουσουντισμένος”, “το έπαιρναν πρέφα”, το αντιλαμβάνονταν από την όλη στάση και συμπεριφορά του. Κατανοούσαν ότι επεδίωκε να είναι νουνεχής, ότι τον απασχολούσε κάποια σκέψη, μια ιδέα ή ένα σοβαρό θέμα.

Ήταν θέαμα που το συναντούσες και στο δρόμο ακόμη. Σταματούσε καμιά φορά ο στοχαζόμενος άνθρωπος “εν μέση οδώ”, σαν να κατέβαζε εκείνη την ώρα η κεφαλή του κάποια φαεινή ιδέα. Σαφώς, και οι άνθρωποι αυτοί γινόταν αντικείμενο, μερικές φορές, σχετικού γέλωτος, καλόκαρδου, όχι χυδαίου, όπως για τον καθηγητή των μαθηματικών στο «Καπετανάκειο».

Διαρκώς τον απασχολούσαν τα θέματα και οι ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή του, ειδικά του αδύνατου και άτακτου, καθώς και η επιστήμη του των μαθηματικών, ακόμα κι όταν περπατούσε στο δρόμο, μονολογώντας πού και πού.

Λέγεται ότι κατοικούσε στα “Τρία Πεύκα” και η γυναίκα του τον έστειλε ένα κυριακάτικο μεσημέρι να παραλάβει το ταψί με το κοτόπουλο, το ψητό τους, από το φούρνο της γειτονιάς. Τότε ήταν άγνωστες οι οικιακές, ηλεκτρικές συσκευές της κουζίνας.

Στην επιστροφή, έχοντας το ταψί ανά χείρας, σιγοψιθύριζε τον ρόλο του, τον παιδαγωγικό και τον επιστημονικό, ευρισκόμενος σε άλλους κόσμους. Αιθεροβάμων, όπως ήταν, ξαφνικά σκόνταψε, έπεσε πάνω σε ένα στύλο των Τ.Τ.Τ. (Τηλεφωνίας, Τηλεγραφείου, Ταχυδρομείου) και το ταψί, με το κοτόπουλο και τις πατάτες, σκόρπισαν στην άσφαλτο.

Με χαρούμενη διάθεση και γελώντας έφτασε στο σπίτι με το άδειο ταψί, λέγοντας: “Γυναίκα, το κοτόπουλό μας … έκαμε φτερά!!  Πέταξε!!!”.

Με το ίδιο κέφι και διάθεση, με καλόκαρδο γέλιο, όχι με χυδαία υπονοούμενα και γελάκια ειρωνικά, οι μαθητές του πληροφορήθηκαν από τον ίδιο το συμβάν, ξεκαρδισμένοι στο γέλιο της νεότητάς τους.

Γιατί, άλλο η χαρούμενη και καλόκαρδη “πλάκα” και άλλος ο απρεπής λόγος, το χυδαίο γέλιο και το εμπαθές.

 

*Ο Αντώνης Σανουδάκης- Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής Ιστορίας και συγγραφέας