Πριν χρόνια, κάθε χριστουγεννιάτικο πρωί ένα κορίτσι με κόκκινη φουστίτσα και μακριά μαλλιά προσπερνούσε το τραπέζι με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, τραβούσε την κουρτίνα με τα μεγάλα πολύχρωμα ρόδα που είχε στερεώσει η μαμά της στο τζάκι και κοιτούσε την καμινάδα.
Δεν έβλεπε ούτε το μπλάβο του ουρανού, κι ας είχε μπει ολόκληρη μέσα στην καπνοσκονισμένη καμινάδα που μύριζε ακόμα λουκάνικο και απάκι.
«Γιατί δεν έρχεται ποτέ;
Μήπως δεν πήρε το γράμμα μου;
Μήπως έκανα κάτι που δεν έπρεπε;
Έχουμε μέρες μέχρι την Πρωτοχρονιά
Θα περιμένω…
Θα έρθει!».
Κάποτε άκουσε τα αδέλφια της να ψιθυρίζουν ότι δεν υπάρχει,
ότι είναι ένα ψέμα.
Δεν τούς πίστεψε.
«Υπάρχει και… προϋπάρχει!
Τα όνειρα δεν είναι ψέμα.
Θα έρθει…»
Ώσπου… Χριστούγεννα ήταν που η θεία της η Αργυρώ τής έφερε ένα δώρο.
Το μικρό κορίτσι έσκισε το πολύχρωμο χαρτί και κοίταξε έκπληκτη το κουτί.
Ήταν μια κούκλα αγόρι!
Δεν είχε ξαναδεί κούκλα αγόρι.
Ήταν σε ένα γαλάζιο κουτί και σαν σε βιτρίνα στη μέση είχε σελοφάν για να φαίνονται τα ξανθά του μαλλιά το άσπρο του πουκάμισο και το μπλε παντελόνι.
Στο πάνω μέρος του κουτιού με μαύρα γράμματα ήταν γραμμένο το όνομα του.
ΑΚΗΣ.
Έπνιξε ένα μακρόσυρτο επιφώνημα που έβγαινε δίπλα από την καρδιά της!
Ήρθε!
«Ο Άγιος Βασίλης σου την έδωσε θεία για να μου την φέρεις;»
Ρώτησε το κορίτσι.
Η θεία το κοίταξε και δεν είπε τίποτα.
Ούτε ναι ούτε όχι!
Το κορίτσι κατάλαβε…
Ήταν μυστικό, δεν έπρεπε να το μάθει κανείς.
Ήταν δώρο του Αϊ Βασίλη.
Μόνο αυτός θα μπορούσε να έχει φτιάξει μια τέτοια κούκλα αγόρι.
Το κορίτσι δεν την έπαιξε ποτέ αυτήν την κούκλα.
Την έβαλε πάνω ψηλά σε μια ξύλινη βιβλιοθήκη πάνω σε κάποιους κόκκινους τόμους που έγραφαν “Άπαντα του Σουρή” και σε μια πράσινη εγκυκλοπαίδεια “Ο σύμβουλος του μαθητή”.
Κάθε μέρα για χρόνια έμπαινε στη βιβλιοθήκη έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν απέναντι.
Τα πόδια της δεν ακουμπούσαν ακόμα το μωσαϊκό.
Τα δίπλωνε πάνω από το ψάθινο κάθισμα, τα αγκάλιαζε με τα χέρια της και κάρφωνε τα μάτια στον ΑΚΗ.
Φανταζόταν τον Αϊ Βασίλη στο εργαστήριο του να δίνει τα γλειφιτζούρια κόκκινα κοκοράκια στα ξωτικά του, γιατί έβαλαν όλη τους την τέχνη και έφτιαξαν μια τέτοια κούκλα.
Τον έβλεπε να βουτάει το πινέλο του στη Μαύρη Θάλασσα και να γράφει πάνω στο κουτί «ΑΚΗΣ».
Τον φανταζόταν να ανεβαίνει στο έλκηθρό του και να πετάει με τα όνειρα των παιδιών στο σάκο του.
Πόσα πολλά είχε σκεφτεί!
Έτσι έμαθε και τα πρώτα της γράμματα.
Το Α το Κ το Η το Σ.
Η κούκλα έμεινε εκεί για χρόνια να στολίζει την βιβλιοθήκη σαν κάτι πολύτιμο, ανέγγιχτο, σπάνιο.
Το κουτί δεν ανοίχτηκε ποτέ,τα ξανθά μαλλάκια δε χτενίστηκαν.
Το κορίτσι μεγάλωσε, τώρα όταν καθόταν στην ψάθινη καρέκλα τα πόδια της ακουμπούσαν στο μωσαϊκό…
Αλλά η κούκλα έμεινε εκεί για να θυμίζει το όνειρο που ταξιδεύει σε κόκκινο σάκο και ακόμα κι αν δεν μπορεί να περάσει από καπνοκαπνισμένες καμινάδες… Παίρνει την θέση που πρέπει να παίρνουν τα όνειρα:
Ψηλά, πάνω από μωσαϊκά, βιβλία και όρια!