Ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, ως επικεφαλής της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που έχει συσταθεί από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα, μας είχε συνηθίσει μέχρι τώρα να εμφανίζεται στην επικαιρότητα στις δύσκολες υγειονομικά στιγμές, στηρίζοντας ουσιαστικά τις πολιτικές αποφάσεις του υπουργείου Υγείας.

Όμως πρόσφατα με την τελευταία του εμφάνιση δημιούργησε μια πραγματικά δύσκολη στιγμή για την κυβέρνηση. Αναφέρομαι φυσικά στην επιστημονική μελέτη των καθηγητών Τσιόδρα-Λύτρα που διέρρευσε πρόσφατα στον τύπο.

Τα ευρήματα της μελέτης, τα οποία αφορούν την αντιμετώπιση της πανδημίας από το ΕΣΥ, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον κι ας τα αγνοούσε ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας! Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτά τα ευρήματα κατάφεραν να διαρρεύσουν στον τύπο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των φίλιων κυβερνητικών ΜΜΕ, είτε να τα αποσιωπήσουν, είτε να τα υποβαθμίσουν.

Η έρευνα των δύο επιστημόνων εστίασε το ενδιαφέρον της στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας μας στο διάστημα από Σεπτέμβριο του 2020 έως και τον Μάιο του 2021.

Η συγκεκριμένη έρευνα αποτυπώνει δυστυχώς την πικρή αλήθεια για τις ΜΕΘ, λαμβάνοντας ως πεδίο μελέτης την Ελλάδα. Το επιστημονικό paper το οποίο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά είχε τον τίτλο: «Συνολικό φορτίο ασθενών, περιφερειακές ανισότητες και ενδονοσοκομειακή θνητότητα διασωληνωμένων ασθενών COVID-19».

Στοιχεία αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας μελέτης δημοσίευσε ο ίδιος ο κ. Λύτρας σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, εξηγώντας ουσιαστικά πως αναλύθηκαν οι συνθήκες διασωλήνωσης των πολιτών εντός και εκτός ΜΕΘ, αλλά και πώς αυτές σχετίζονται με την υψηλή θνητότητα στη χώρα μας.

Τα ευρήματα της μελέτης συνοψίζονται σε ένα διάγραμμα που παρατίθεται καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, «όσοι περισσότεροι είναι οι διασωληνωμένοι στο ΕΣΥ, τόσο αυξάνεται κλιμακωτά η πιθανότητα θανάτου ανά ημέρα νοσηλείας».

Οι δύο διακεκριμένοι επιστήμονες βρήκαν πως υπάρχει αύξηση πιθανότητας θανάτου κατά 25% για άνω των 400 ασθενών και η αύξηση υπερβαίνει το +57% όταν οι ασθενείς είναι περισσότεροι από 800. Τονίζεται δε ιδιαίτερα ότι η διασωλή- νωση σε κάποιο νοσοκομείο εκτός Αττικής σχετιζόταν με αύξηση θνητότητας κατά 35% έως και 40%.

Στην συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη, παρά το γεγονός ότι οι ηλικίες των θυμάτων που εξετάστηκαν ήταν μικρότερες από εκείνες των θυμάτων της Αθήνας, η θνητότητα ήταν κατά 35% μεγαλύτερη. Διαφορά στη θνητότητα υπάρχει επίσης και ανάμεσα σε αγροτικές και σε αστικές περιοχές, αλλά σε ταξικό επίπεδο και όπως ήταν αναμενόμενο να συμβεί, οι φτωχότερες περιοχές παρουσίασαν μεγαλύτερη θνητότητα, παρά το γεγονός ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα η διασπορά του ιού ήταν μεγαλύτερη.

Αναφορικά τώρα με την νοσηλεία ασθενών εκτός ΜΕΘ, οι καθηγητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτή σχετιζόταν με 87% αυξημένη θνητότητα, παρά το γεγονός ότι αυτή αφορούσε μόνο το 5% των διασωληνωμένων που βρέθηκαν εκτός ΜΕΘ, και σύμφωνα με την έρευνα έχει να κάνει με την διαλογή των πιο βαριά πασχόντων ασθενών.

Στη μελέτη καταγράφεται επίσης ότι, 947 συμπολίτες μας έχασαν τη ζωή τους λόγω αυξημένης πίεσης στο ΕΣΥ, 133 γιατί δεν βρήκαν κρεβάτι διαθέσιμο σε ΜΕΘ και παρέμειναν διασωληνωμένοι εκτός Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, και 656 γιατί νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία εκτός Αττικής.

Οι δύο επιστήμονες κατέληξαν στο θλιβερό συμπέρασμα ότι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί περισσότερες από 1.500 ζωές ασθενών το διάστημα από Σεπτέμβριο 2020 έως και τον Μάιο του 2021, εάν το Εθνικό Σύστημα Υγείας λειτουργούσε υπό συνθήκες χαμηλότερης πίεσης.

Συγκεκριμένα, ο καθηγητής κ. Θεόδωρος Λύτρας αναφέρει ότι θα είχαν σωθεί 1.535 ανθρώπινες ζωές, αν όλοι νοσηλεύονταν με χαμηλό φορτίο στο ΕΣΥ, με όχι περισσότερους από 200 διασωληνωμένους, και βέβαια αν νοσηλεύονταν σε νοσοκομεία της Αττικής και φυσικά εντός ΜΕΘ. Διευκρινίζει ακόμα ο κ. Λύτρας πως το ΕΣΥ αδυνατεί να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο φόρτο και επισημαίνει: «Με περισσότερους από 400 διασωληνωμένους, χάνουμε ασθενείς που θα αναμέναμε να ζούσαν εάν νοσηλεύονταν υπό άλλες συνθήκες. Επιπλέον, έχουμε κραυγαλέα και απαράδεκτη υγειονομική ανισότητα μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης Ελλάδας».

Το συμπέρασμα που εξάγεται μέσα από αυτό το επιστημονικό paper, αντικατοπτρίζει δυστυχώς την σκληρή πραγματικότητα η οποία απέχει παρασάγγας από την ειδυλλιακή εικόνα που δημιουργούν οι θριαμβολογίες της κυβέρνησης για την διαχείριση τη πανδημίας στη χώρα μας. Η μελέτη καταδεικνύει ότι το αν θα επιβιώσει ή όχι ένας διασωληνωμένος ασθενής εξαρτάται από την γεωγραφική περιοχή που ζει, από την περίοδο που θα νοσήσει και από το φορτίο που θα έχει το ΕΣΥ όταν τύχει να αρρωστήσει.

Η μελέτη όμως αυτή εκθέτει πρωτίστως το Μέγαρο Μαξίμου, αφού συνδέει ευθέως την θνητότητα με την πίεση που δέχεται το ΕΣΥ, το οποίο όμως αρνείται πεισματικά η κυβέρνηση να ενισχύσει, με προσλήψεις προσωπικού-εξειδικευμένου ή μη-με σταθμισμένη κατανομή του προσωπικού που είναι συσσωρευμένο στα μεγάλα αστικά κέντρα  και με δημιουργία νέων ΜΕΘ στην επικράτεια.

Οι προσπάθειες που καταβάλλονται από την κυβέρνηση αφότου έσκασε η «βόμβα» για μετάθεση ευθυνών από το πρωθυπουργικό περιβάλλον, είναι απολύτως κατανοητές αλλά διόλου πειστικές. Προσπάθειες που επιχειρούν να αμβλύνουν τις εντυπώσεις στην κοινωνία, είτε καταθέτοντας την άγνοια του Μαξίμου για τα ευρήματα αυτής της έρευνας, είτε υποβαθμίζοντας και απαξιώνοντας την ίδια την επιστημονική μελέτη.

Ο υπουργός Επικρατείας πάντως μιλώντας στη Βουλή και αναφερόμενος στο θέμα, είπε ένα πικρό ψέμα και μια μεγάλη αλήθεια. Αρχικά ισχυρίστηκε ότι το «αν γνωρίζαμε ή όχι την μελέτη είναι αδιάφορο, αλλά δεν την γνωρίζαμε», ενώ με περισσότερη ειλικρίνεια παραδέχτηκε στη συνέχεια ότι «δεν κομίζει κάτι καινούριο η συγκεκριμένη μελέτη», χαρακτηρίζοντας μάλιστα το ζήτημα «ήσσονος σημασίας».

Έτσι ακριβώς δηλαδή όπως αντιμετωπίζει η κυβέρνηση συνολικότερα τα ζητήματα του ΕΣΥ, ως ήσσονος σημασίας…

Μπορεί μεν ο πρωθυπουργός της χώρας να μην έλαβε υπόψη του τη μελέτη των καθηγητών Θεόδωρου Λύτρα και Σωτήρη Τσιόδρα, την λαμβάνει όμως υπόψη της η Ελληνική Δικαιοσύνη, διεξάγοντας προκαταρτική έρευνα προκειμένου να εξακριβωθεί η κατάσταση στην οποία λειτουργούν οι ΜΕΘ κατά την περίοδο της πανδημίας, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι την σπουδαιότητα της συγκεκριμένης μελέτης, αλλά και την ανάγκη να προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον.

Ο κ. Λύτρας πάντως επισημαίνει ότι η ανάλυση της έρευνας έγινε στο τέλος του περασμένου Μαΐου και ότι οι δύο καταξιωμένοι επιστήμονες που την εκπόνησαν, με την ιδιότητα των Λειτουργών Δημόσιας Υγείας, την γνωστοποίησαν άμεσα ως όφειλαν και επανειλημμένα σε όλους όσους λαμβάνουν αποφάσεις σε ανώτατο επίπεδο, για να καταλήξει:

«Αν το συμπέρασμα της έρευνας αυτής είναι αποδεκτό, ας το κρίνει ο κάθε πολίτης και ας βγάλει τα όποια συμπεράσματα».

Θα τα βγάλει;

Καλά Χριστούγεννα σε όλους με Υγεία!