Τις τελευταίες δεκαετίες το Χρηματιστήριο έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Είναι σύνηθες, καθημερινό φαινόμενο πολίτες απλοί, της διπλανής μας πόρτας, με ένα κινητό τηλέφωνο, να δίνουν εντολές στον χρηματιστή τους, με ηχηρό τρόπο, να αγοράσει ή να πουλήσει μετοχές.
Η άνθιση δε του Χρηματιστηρίου θεωρείται ένα ευοίωνο, απτό δείγμα ανόδου της οικονομίας μας. Η πρόσφατη, όμως, εν μέσω πανδημίας και οικονομικής ύφεσης κάποια μικρή άνοδος του Χρηματιστηριακού Δείκτη, έθεσε επί τάπητος το ερώτημα:
«Είναι άραγε το Χρηματιστήριο μοχλός Ανάπτυξης της Οικονομίας, όπως διατείνονται πολλοί υποστηρικτές του ειδικοί ή μη, ή ένας ευκαιριακός τζόγος εύκολου, τυχοδιωκτικού πλουτισμού, όπως απαξιωτικά διατυμπανίζουν φανατικοί πολέμιοί του;».
Ένα είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, μέσω του Χρηματιστηρίου, έχουν αντληθεί από Ελληνικές επιχειρήσεις σημαντικά κεφάλαια για τις οποίες αποτέλεσαν το «φιλί της ζωής» και τους έδωσαν προοπτικές εκτόξευσής τους προς τα άνω.
Όμως και το στοιχείο του «τυχοδιωκτισμού» εμπεριέχεται, όπως είναι φυσικό, σε ένα βαθμό στο Χρηματιστήριο. Ορισμένοι επενδυτές προσβλέπουν στη βραχυπρόθεσμη απόδοση των μετοχών τους. Όμως αυτή η εξαίρεση δεν αλλοιώνει τον βασικό χαρακτήρα του Χρηματιστηρίου, ως μοχλού Ανάπτυξης και επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον, πράγματι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα έχει μεταβληθεί ριζικά. Έτσι το Ελληνικό Χρηματιστήριο, το οποίο είναι το «βαρόμετρο» της Οικονομίας μας, δεν μπορούσε παρά να επηρεασθεί από το νέο αυτό περιβάλλον.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές που έγιναν, οφείλονται σε τρεις, κύρια, λόγους. Πρώτον, στην παγκοσμιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας και των αγορών, δεύτερον στην απελευθέρωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίων και τρίτον στην ίδια την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εισαγωγή του Ευρώ, η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και η χρήση των νέων τεχνολογιών είναι γεγονός ότι έδωσαν νέα ώθηση στην κεφαλαιαγορά της Ευρώπης. Οι χρηματιστηριακές αγορές παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση των δυναμικών επιχειρήσεων. Ενισχύουν την πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια, που διασφαλίζουν χρηματοδοτική σταθερότητα στις επιχειρήσεις.
Η χρηματοδότηση των Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων εξαρτάται κύρια από το βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό. Έτσι βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση έναντι των Αμερικανικών επιχειρήσεων που αντλούν κεφάλαια κατά βάση από το Χρηματιστήριο.
Η αύξηση τα τελευταία χρόνια δε του αριθμού των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών, βοηθά στην αποδέσμευση του τραπεζικού συστήματος από τη μονοδιάσταση από αυτό χρηματοδότηση των εταιρειών.
Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό για τις επιχειρήσεις, καλύτερη κεφαλαιουχική διάρθρωση και για τις τράπεζες υγιέστερο χαρτοφυλάκιο. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε χρηματιστηριακά κεφάλαια.
Μεταξύ των άλλων ωφελημάτων, οι εταιρείες αυτές δημιουργούν αναλογικά τις περισσότερες θέσεις εργασίας και έτσι καταπολεμάται η ανεργία που αποτελεί τη μάστιγα της εποχής. Κεντρικός στόχος είναι η ανάπτυξη ενός δικτύου κεφαλαιαγορών, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών. Η Ευρώπη σήμερα χρειάζεται μια νέα γενιά επιχειρηματιών.
Επιχειρηματίες με όραμα, με κατάρτιση, που θα βασίζεται σε νέες μεθόδους διακίνησης και θα αξιοποιούν τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων.
Στη χώρα μας το Χρηματιστήριο έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας θεσμός που, παρά τις όποιες ατέλειές του, έχει να προσφέρει πολλές δυνατότητες στην ελληνική οικονομία. Βέβαια υστερεί σημαντικά του μέσου κοινοτικού όρου.
Ο ρόλος του Χρηματιστηρίου, όμως, είναι οριοθετημένος και φυσικά δεν πρέπει να υπερεκτιμάται ο ρόλος του αυτός. Πρέπει δε να εδραιωθεί περισσότερο τόσο σε «βάθος», όσο και «πλάτος», για να είναι πιο ανθεκτικό στις όποιες κερδοσκοπικές επιθέσεις κάποιων <<ραντιέρηδων>> τυχοδιωκτών.
Πρέπει να αντανακλά καλύτερα την ευρωστία και το δυναμισμό των επιχειρήσεων και να συμπεριλάβει όσο γίνεται περισσότερους κλάδους της οικονομίας. Η ποντοπόρος, παραδείγματος χάρη, εμπορική Ναυτιλία δεν πρέπει και δεν είναι δυνατόν να απουσιάζει από το ελληνικό Χρηματιστήριο.
Πρώτος όρος για τη σταθερή και ανοδική πορεία του Χρηματιστηρίου είναι η μακροοικονομική σταθερότητα της χώρας. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της οικονομίας μας, με την ένταξή μας στην ΟΝΕ, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την προστασία της μέσα σε ένα ασταθές μακροοικονομικό και χρηματοοικονομικό διεθνές περιβάλλον.
Πάντα βέβαια υπάρχει ο κίνδυνος που μπορεί να προέλθει από μία διεθνή χρηματιστηριακή αναταραχή, που γνωρίζουμε ότι μπορεί να επηρεάσει στην Ελληνική Οικονομία. Μια αναταραχή στο Χόνγκ-Κόνγκ μπορεί να επηρεάσει, με την αρχή του «πετάγματος της πεταλούδας», το ελληνικό Χρηματιστήριο και κατ’ επέκταση την ελληνική οικονομία.
Δεύτερος όρος είναι η ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής της χώρας. Η διεθνής εμπειρία μάς δίδαξε ότι η ραγδαία άνοδος των εθνικών χρηματιστηρίων έχει πολλές φορές προκαλέσει κοινωνικές εκρήξεις.
Ο γρήγορος πλουτισμός μέσω του Χρηματιστηρίου δημιούργησε νέες τάξεις νεόπλουτων και διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες. Μία ισόρροπη, λοιπόν, ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου και του τραπεζικού συστήματος διασφαλίζει την καλύτερη δυνατή πρόσβαση των επιχειρήσεων στις πηγές χρηματοδότησής τους.
Του οποίου το μέλλον, εφόσον υπάρξουν οι προϋποθέσεις που προανέφερα μαζί με την αποδρομή της πανδημίας και την οικονομική ανάκαμψη, θα είναι ευοίωνο.
O Δημ. Κων. Σαρρής είναι π. υφυπουργός, νομάρχης Ηρακλείου