Σωκράτης: Έμαθα ότι φεύγεις τελικά, Ξενοφών!
Ξενοφών: Ναι, Σωκράτη, αύριο για Σάρδεις! Ήλθα να αποχαιρετήσω…
Σωκράτης: Πας, λένε, να βρεις τον Πρόξενο, τον φίλο σου από τη Βοιωτία;
Ξενοφών: Με κάλεσε στο μισθοφορικό του στράτευμα κοντά στον Κύρο των Περσών και καθώς συμβουλεύτηκα, όπως με προέτρεψες και συ, το μαντείο των Δελφών, είμαι πλέον ψυχή τε και σώματι έτοιμος να τον ακολουθήσω.
Σωκράτης: Καλή τύχη, νεαρέ μου! Είναι δύσκολη η ζωή των μισθοφόρων, γιατί η όποια αμοιβή με την οποία πληρώνονται δεν μαλακώνει ποτέ τη σωματική καταπόνηση και τη νοσταλγία για την πατρίδα τους όταν πολεμούν υπό ξένους στρατηγούς μακριά της…
Ξενοφών: Εύχομαι, όταν γυρίσω με το καλό, να σε ξαναβρώ…
Σωκράτης: Αν ζω μέχρι τότε!
Ξενοφών: Τι λες;
Σωκράτης: Πλησιάζω τα εξήντα οχτώ μου χρόνια πια…
Ξενοφών: Η μέχρι τώρα ζωή σου δείχνει ότι είσαι γερό σκαρί και ότι η ψυχή και το σώμα σου αντέχουν στις δοκιμασίες των χρόνων που περνούν.
Σωκράτης: Είναι, όμως, κι οι Αθηναίοι που ενοχλούνται από την ώθηση που με τα λόγια μου δίνω στο πνεύμα τους και την επαγρύπνηση στην οποία σαν να είμαι η αλογόμυγά τους θέλω να τους κρατώ…
Ξενοφών: Δεν πιστεύω να είναι τόσο αχάριστοι! Δεν έχω ακούσει, Σωκράτη, ποτέ ελιά να θέλει το κακό του ανθρώπου που την ποτίζει και την φροντίζει.
Σωκράτης: Στους ανθρώπους που σκέφτονται πριχού πουν ή κάνουν κάτι έχε εμπιστοσύνη. Εκείνους που παρασύρονται από άλλους, και μάλιστα από τους δημαγωγούς σαν καρυδότσουφλο από το πότε νοτιά και πότε βοριά αέρα, να μη δίνεις ούτε το χέρι σου, ούτε λέξη να τους απευθύνεις…
Ξενοφών: Έχεις δίκιο! Εγώ, πάντως, να ξέρεις όπου κι αν πάω, πάντα θα σε σκέφτομαι και θα σε μνημονεύω με αγάπη και ευγνωμοσύνη!
Σωκράτης: Γιε του Γρύλλου, οι άνθρωποι με την πάροδο του καιρού ξεχνούν!
Ξενοφών: Εγώ ποτέ! Και μάλιστα, σκέφτομαι να καταγράψω με πάσα λεπτομέρεια για όσα είδα και άκουσα στα χρόνια που σε ακολουθούσα. Κι όχι μόνο για σένα, αλλά θα δοκιμάσω να γράψω και για τον πόλεμο το μεγάλο που μόλις τελείωσε.
Σωκράτης: Σοβαρά; Να προσέχεις!
Ξενοφών: Αυτό μου το λες συνέχεια, αφότου βρέθηκες μπροστά στο δρόμο μου και με έκανες να σε ακολουθήσω με το ραβδί σου. Πρόθυμα βέβαια ήλθα κοντά σου και δε μετάνιωσα ποτέ, ούτε μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών όταν υπερασπίστηκες τους 6 στρατηγούς μόνος εσύ με τον Ευρυπτόλεμο, ούτε κατοπινά όταν ο Κριτίας και οι κολλητοί του από τους 30 τυράννους σε απειλούσαν.
Σωκράτης: Παρατηρώ ότι δεν ξεχνάς τίποτα! Όμως όταν θα αρχίσεις να γράφεις, να προσέχεις, αυτό εννοώ τώρα.
Ξενοφών: Να προσέχω τι;
Σωκράτης: Και τι θα γράφεις, και πώς θα το γράφεις.
Ξενοφών: Μα θα γράφω την αλήθεια!
Σωκράτης: Η αλήθεια δεν αφήνει σε ησυχία την ανθρωπότητα.
Ξενοφών: Καιρός οι Αθηναίοι να ξυπνήσουν από το λήθαργο που τους έχουν ρίξει οι λαοπλάνοι και να βρουν το δρόμο της αρετής μακριά από τις ξεγελάστρες διδαχές των σοφιστών.
Σωκράτης: Θα τους ξεβολέψεις!
Ξενοφών: Το έχω σκοπό. Αλλιώς τι μαθητής σου θα καμαρώνω πως ήμουν;
Σωκράτης: Το νου σου, Ξενοφών! Ο φιλόσοφος και ο ιστοριογράφος πρέπει να γράφουν όλη την αλήθεια αψηφώντας το τίμημα. Αν φοβούνται το κόστος και γράψουν ψέματα, το έργο τους δεν έχει αξία. Ή μάλλον έχει πρόσκαιρη σημασία, η οποία χάνεται τελείως μόλις η πρώτη γενιά των αναγνωστών παρέλθει.
Ξενοφών: Συμφωνώ μαζί σου, γιε του Σωφρονίσκου. Εάν θέλω να μείνει το έργο μου κληρονομιά στους μεταγενέστερους και παράδειγμα για μίμηση, θα αποφεύγω τα βαρύγδουπα λόγια και τα αστήρικτα επιχειρήματα.
Δε θα θέλω να πείσω ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, αλλά να συμβουλεύω όλες τις κατοπινές γενιές, προβάλλοντας όλες τις οπτικές και τις απόψεις για ένα θέμα.
Δε θα παίρνω θέση για όσα θα περιγράφω, αλλά θα τα παρουσιάζω με κάθε λεπτομέρεια και αντικειμενικότητα, όπως πραγματικά θα μπορεί να τα βλέπει ο καθένας χωρίς να επηρεάζεται από τα δικά του πιστεύω ή/και τις εκάστοτε χωροχρονικές συνθήκες. Δίχως στενόμυαλες παρωπίδες ή παρωχημένες ιδεοληψίες.
Έτσι, θα βοηθώ πάντοτε τον κάθε αναγνώστη να έχει πλήρη εικόνα τους και να μπορεί ο ίδιος να κρίνει, να ελέγχει με το πνεύμα και τις γνώσεις του, να δέχεται ή να απορρίπτει όσα θα διαβάζει αφού θα φέρνει την ώρα της ανάγνωσης στη σκέψη του την πραγματική τους εικόνα και όχι ένα διαστρεβλωμένο είδωλό τους.
Σωκράτης: Μπράβο, γιε του Γρύλλου! Ο λόγος σου στα ιστορικά σου έργα είμαι σίγουρος ότι θα είναι η ίδια η ζωή και όχι παραμορφωτικός καθρέφτης αυτής. Θα περιγράφεις κάθε σκέψη όπως ακριβώς γεννιέται στο πνεύμα των ανθρώπων και το θέτει σε ενέργεια και όχι να την εξωραΐζεις πασπαλίζοντάς την με φανταχτερά ψέματα, ώστε να είναι αρεστή και επιθυμητή, μολονότι δεν θα έχει γερά πόδια να σταθεί όρθια.
Ξενοφών: Βλέπεις πολύ μπροστά, Σωκράτη. Έτσι σκέφτομαι να προβάλλω τους στοχασμούς που θα κλωθογυρίζουν εντός μου και θα θέλω όπως και εσύ να μοιράζομαι με το ανθρωπολόι. Και ίσως και κάτι επιπλέον…
Σωκράτης: Σαν τι;
Ξενοφών: Θα είναι ο λόγος μου λιτός και απλός, ώστε να είναι εύπεπτος και κατανοητός από όλους. Γλυκύς σαν μέλι, ώστε να ελκύει τον αναγνώστη χωρίς να τον ξεγελά. Μεστός και πλήρης, για να μην τον κουράζει, αλλά προκειμένου να του ανοίγει διαρκώς νέους ευθείς και δίχως παράσιτα ή αγκάθια δρόμους, ακόμη κι αν πρόκειται να είναι ανηφορικοί.
Σωκράτης: Μου αρέσουν πολύ αυτά που μόλις είπες. Η αλήθεια δε χρειάζεται στολίδια και φτιασίδια. Αντλεί τη δύναμή της από τον ίδιο της τον εαυτό. Εξασφαλίζει την πειθώ όχι από υπαγορευμένα από τον φόβο μισόλογα, αλλά από τον τρόπο που ο συγγραφέας την παρουσιάζει όπως πραγματικά είναι και σε καμία περίπτωση από την όποια προσπάθεια διαστροφής της και παραπλάνησης των ανθρώπων που θα βρεθούν, καθώς περνούν οι καιροί, εμπρός της.
Ξενοφών: Ώρα να φεύγω, Σωκράτη! Σε ευχαριστώ από καρδιάς για όλα…
Σωκράτης: Καλή αντάμωση, Ξενοφών! Και να θυμάσαι πάντα όσα έχουμε πει…
Ξενοφών: Αντάμα με τη γενναιότητα στις μάχες, να φροντίζω – είμαι βέβαιος – εννοείς και την καλλιέργεια του νου, τη σκληραγώγηση του σώματος και την εξάσκηση της ψυχής.
Σωκράτης: Ναι, γιατί το ξέρω καλά ότι φεύγεις τώρα για τον Πρόξενο, όχι γιατί σε τράβηξε ο καλός μισθός του επαγγελματία στρατιώτη, αλλά η επιθυμία να μάθεις περισσότερα για όσα συναπαρτίζουν αυτό που οι άνθρωποι λέμε ζωή…
Ξενοφών: Έχεις απόλυτο δίκιο! Άντε γεια…