Η Ελλάδα έχει γεμίσει από αδέσποτους και πεινασμένους  αλλοδαπούς. Ξέφραγο αμπέλι η  Αθήνα. Την νύχτα φοβάσαι να περάσεις από απόμερους δρόμους. Στο σουπερμάρκετ «Κρητικός», στην οδό Δορυλαίου, μπήκαμε το πρωί, εγώ και η γυναίκα μου, κάτι να ψωνίσουμε.

Μικρό το σουπερμάρκετ, στενοί οι διάδρομοι, χάνεσαι ανάμεσα στα ψηλά ράφια με τα τρόφιμα. Δυο αλλοδαποί – μιλούσαν παράξενη γλώσσα – ψώνιζαν.

Ο ένας είχε σάκο στον ώμο. Ο άλλος κρατούσε το ειδικό πλαστικό καλαθάκι  και το γέμιζε με κονσέρβες  και άλλα ψώνια. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, ύποπτα. Όταν έμειναν μόνοι, ο ένας άνοιξε το φερμουάρ του σάκου του άλλου και βιαστικά έχωσε μέσα δυο κονσέρβες.

Τότε αυτός με τον σάκο, περπατώντας  δήθεν αδιάφορα, πλησίασε προς  την πόρτα του καταστήματος και βγήκε έξω. Ο άλλος κοίταζε, δήθεν να βρει κάτι  που ζητούσε ανάμεσα στα τρόφιμα. Ύστερα άφησε μια στιγμή κάτω το σχεδόν γεμάτο καλάθι και βάδισε και αυτός προς την έξοδο. Και από  ‘κεί  το έσκασε τρέχοντας.

Η γυναίκα μου, που τους είχε υποπτευθεί και τους παρακολουθούσε περίεργη, το είπε στην ταμία. Βγήκε η κοπέλα έξω, αλλά οι αλλοδαποί είχαν εξαφανιστεί. «Μας έχουν κατακλέψει…» μουρμούριζε.

Το επόμενο πρωί, στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, μπροστά στο ξενοδοχείο Αθηναΐς, εκεί που περπατούσαμε απολαμβάνοντας  το χειμωνιάτικο ήλιο, ξαφνικά πέρασε από μπροστά μας  τρέχοντας (παραλίγο να πέσει επάνω μας)  ένας  σκουρόχρωμος νεαρός.

Στο χέρι του κρατούσε  ένα κινητό, από τα ακριβά, τελευταίας τεχνολογίας. Από πίσω του δυο Έλληνες τον κυνηγούσαν  «Τρέχα, ρε! Πιάσ’  τον,  τον  ρουφιάνο…»  φώναζε ο ένας στον άλλο.

Ο ξένος  έτρεξε προς το κατάστρωμα της  λεωφόρου, προς  τα αυτοκίνητα. Αν περνούσε απέναντι, η κίνηση  θα εμπόδιζε τους διώκτες του. Αλλά εκεί, εξαντλημένος, σκόνταψε και έπεσε κάτω, επάνω στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Μόλις πρόλαβε και πάτησε φρένο ο ταξιτζής  που  ερχότανε και απέφυγε το δυστύχημα. Αλλιώς θα σκότωνε τον σκουρόχρωμο αλλοδαπό.

Οι δυο Έλληνες  τον έπιασαν από την φανέλα, τον έσυραν  σαν τσουβάλι  στο πεζοδρόμιο βρίζοντάς τον , του πήραν το κινητό που τους είχε αρπάξει, και άρχισαν  να τον κλοτσούν  δυνατά, βίαια, στο πρόσωπο, στο κεφάλι, σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπό του γέμισε αίματα.

Ο ξένος  έκλαιγε γοερά από τον πόνο. Μαζεύτηκε κόσμος. Περίεργοι. Κάποιοι  επενέβησαν. Δεν ήξερες  σε ποιον να αποδώσεις το δίκαιο:  να λυπηθείς τον ξένο  ή να δικαιολογήσεις  τους αγανακτισμένους  από τις κλεψιές  Έλληνες.

Στο μεταξύ βρήκε ευκαιρία ο ξένος  και το έσκασε  τρέχοντας από την οδό Χατζηκώστα. Και χάθηκε στα στενά προς τον Λυκαβηττό. Σαν κυνηγημένο σκυλί.

Ξέφραγο αμπέλι κατάντησε η Ελλάδα. Γέμισε από αδέσποτους, άστεγους, πεινασμένους  αλλοδαπούς. Χειμώνας καιρός. Πού και πώς ζουν αυτοί;  Τι τρώνε, πού κοιμούνται, πού κάνουν τις σωματικές τους  ανάγκες, πού πλύνονται, με τι χέρια πιάνουν τις χειρολαβές  στα μέσα μεταφοράς…  Και έχομε και τον κίνδυνο από τον κοροναϊό  τελευταία.

Σπάζουν και ρημάζουν και οι μπαχαλάκηδες  μέρα νύχτα την πόλη. Και το παράλογο: οι αστυνομικοί δεν πρέπει να χρησιμοποιούν βία εναντίον τους!

Τσούξανε τα μάτια μου και τα ρουθούνια μου. Το σαράντα τοις εκατό του αέρα που αναπνέαμε ήτανε καυσαέριο. Τι κίνηση! Εκατοντάδες αυτοκίνητα ανέβαιναν, κατέβαιναν, πήγαιναν, έρχονταν… Η κίνηση ποτέ δεν λιγοστεύει. Ούτε μέρα ούτε νύχτα.