Επιστρέφοντας ο Ερωτόκριτος από την αυτοεξορία του, μαθαίνει ότι η μάνα του αθέτησε το λόγο της, η Αρετούσα μπήκε στη κάμερά του και γνωρίζει το μυστικό του. Υποκρίνεται τον άρρωστο και στέλνει τον φίλο του στο παλάτι για να βολιδοσκοπήσει τι συμβαίνει. Εκείνος του μεταφέρει δίσημα νέα. Η Αρετούσα είναι οργισμένη, αλλά ο Ρήγας δεν γνωρίζει τίποτε. Ο Ερωτόκριτος υποκρίνεται τον άρρωστο, αλλά η Αρετούσα, όταν το μαθαίνει «εχλώμνιανε κ’ εφάνη, το πως ετούτη η αρρωστιά μες την καρδιά την πιάνει» αποφασίζει να στείλει ένα μήνυμα στον αγαπημένο.
« μέσα σε τούτο τον καιρό κ’ οι μέρες που περνούσα
τέσσερα μήλα δίφορα ηύρεν η Αρετούσα·
πέμπει και κανισκεύει τα εις τ’ άρρωστου τη μάνα
κείνα εγενίκασι γιατροί κ’ εκείνα τον εγιάνα»
Φυσικά ο Ερωτόκριτος ερμηνεύει σωστά το μήνυμά της, γιατί όπως γράφει ο ποιητής
«πάντα η γυναίκα ανερωτά και πεθυμά ν’ ακούσει
πως όλοι τηνε ρέγουνται κι όλοι την αγαπούσι
κι ουδέ μανίζει ουδέ γρινιά, αμέ πολλά τ’ αρέσει
όλοι, μεγάλοι και μικροί, όμορφη να τη λέσι.»
Η λεπτή αυτή ψυχολογική παρατήρηση για τη φιλαρέσκεια των γυναικών επιβεβαιώνεται διαχρονικά από την επιστήμη και δεν ισχύει μόνο για τις γυναίκες.
Αποφασίζει να πάει στο παλάτι και με υπέροχους στίχους δίδεται η αγωνία του και η ψυχική του ένταση όταν «ανέβαινε τη σκάλα, κείνη που τον επότιζε το μέλι και το γάλα». Εδώ έχομε ένα σιωπηλό διάλογο, όπου τα μάτια αντικαθιστούν την ομιλία και λένε πιο καθαρά και πιο πειστικά τα συναισθήματα, που κρύβει η καρδιά καθώς «εκρουφαναντρανίζασι κ’ εκρουφοσυντηρούσα». Ο ποιητής μας πάλι καταφεύγει σε μια εξαιρετική μεταφορά από την εμπειρία της καθημερινής ζωής, που μας βοηθά να κατανοήσουμε, γιατί ένας λόγιος ποιητής δημιούργησε ένα έργο που πέτυχε να γίνει λαϊκό ανάγνωσμα.
«ήμοιασεν ο Ρωτόκριτος κεινού του στρατολάτη
πού ‘λαχε εις ποταμιά θολή κ’ είναι νερό γεμάτη
κ’ ως τήνε δει φοβάται τη, δειλιά να την περάσει
μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει να δοκιμάσει.
Κι αγάλια αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει,
να δει το βάθος του νερού βέργα κρατεί και βάνει·
Πάντα τση βέργας ακλουθά κ’ εκείνη τιμονεύγει,
την πλιάν ανάβαθη μερά και πλια ‘φκολη γυρεύγει
κι απείτις δει και καλοδεί και λίγο βάθος έχει
περνά, ξαναπερνά τηνε και φόβο πλιό δεν έχει.»
Στον Ερωτόκριτο ο κόσμος είναι εύκολος, ένας απλός παλμός, που αποτυπώνεται σε μια γλώσσα που κάνει ορατό το αόρατο αξιοποιώντας την εμπειρία του αναγνώστη. Εκείνος καλείται να συμπληρώσει το λόγο του ποιητή με παραστάσεις από τις εμπειρίες της ζωής του.
Αν ο Σεφέρης με αγωνία αναζητά τη χάρη να μιλήσει απλά, αυτή η αρετή έχει χαριστεί στον Κορνάρο και ο αναγνώστης πατώντας σε μια στέρεη γλώσσα μπορεί να υψωθεί σε κορυφές που άλλα πουλιά δεν φτάνουν.
Θα κλείσω την περιήγησή μου στο πρώτο μέρος του Ερωτόκριτου, που μοναδικό στόχο της είχε να προτρέψει τους αναγνώστες να ξαναδιαβάσουν το έργο και να το απολαύσουν, με τη γνώμη του Κωστή Παλαμά που δεν ήταν μόνο μεγάλος ποιητής, αλλά και κριτικός από τους καλύτερους που έχουμε «Ντροπή στο έθνος που ακόμα δεν κατάλαβε, ύστερα από πέντε αιώνων περπάτημα, πως ο ποιητής του Ερωτόκριτου, αυτός είναι ο μέγας του Ελληνικού Έθνους και αθάνατος ποιητής».