Ο Ηράκλης και η Ατρέμη είναι ένα βασιλικό ζευγάρι ταιριαστό.

«Κι οι δυο εσοπορπατούσασι, στη ζυγαράν εσάζαν,

Στην όρεξιν ευρίσκουντα, στον πόθον εταιριάζαν».

Μόνο τους παράπονο είναι ότι σε ώριμη ηλικία δεν έχουν παιδιά. Όπως, όμως, συμβαίνει συχνά στην Παλαιά Διαθήκη με θεϊκή παρέμβαση, έτσι και στο ποίημά μας, η φύση ανατρέπεται και η ρήγισσα φέρνει στον κόσμο την Αρετούσα.

«μια θυγατέραν ήκαμε που ‘φεξε το παλάτι

Κείνη την ώρα που η μαμμή στα χέρια την εκράτει….

….

Τση χώρας σπίτια και στενά σου φαίνετο  εγελούσα

Κι οι γειτονιές εχαίρουνταν κι οι τόποι αναγαλλιούσα.

Ηρχισε κι’ εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι

Και πλήθαινε στην ομορφιά στη γνώση και στη χάρη

……..

Και τ’ όνομά τζη το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα

Οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τζη ήσα πλούσα.

Χαριτωμένο θηλυκό τως τόκαμεν η φύση

Κι ίσα τζη δεν ευρίσκετο σ΄Ανατολή και Δύση.

Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,

Ευγενική και ταχτική πολλά χαριτωμένη.

Κι ωσά βασίλισσας παιδί και ρήγα θυγατέρα,

Πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα μέρα.»

Στα Μεσαιωνικά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, αλλά και στα Ελληνιστικά αφιερώνονται πολλοί στίχοι για τα σωματικά χαρακτηριστικά της κόρης. Περιγράφονται τα μάτια, τα φρύδια, τα μαλλιά και τα κάλλη του κορμιού.

Ο Όμηρος αφήνει ελεύθερη τη φαντασία μας να πλάσει τη μορφή της ωραίας Ελένης. Μόνο κάποια στιγμή που η Ελένη ανεβαίνει στα τείχη για να παρακολουθήσει τη μονομαχία του Μενέλαου με τον Πάρη, οι γέροντες Τρώες αποξηραμένοι σαν τζιτζίκια και φυσικά ανέραστοι μαγεύονται και λένε «Χαλάλι για μια τέτοια γυναίκα να σκοτώνονται τα παιδιά μας».

Με την ίδια τέχνη και ο ποιητής μας πλάθει τη μορφή της ηρωίδας του. Με τη γέννησή της έφεξε το παλάτι, τα σπίτια και τα στενά γελούν, αναγαλλιούν οι τόποι. Η Αρετούσα παρομοιάζεται με δροσερό κλωνάρι. Είναι όμορφη, χαριτωμένη, με γνώση. Όμοιά της δεν βρίσκεται σ’ Ανατολή και Δύση. Καθώς μεγαλώνει, φανερώνονται όλες της οι χάρες και ιδιαίτερα τονίζεται η επιμέλειά της νύχτα μέρα για τα γράμματα. Αφήστε ελεύθερη τη φαντασία σας για να την δείτε.

Αντίστοιχο είναι και το πορτραίτο του Ερωτόκριτου.

«Είχε κι αυτός έναν υγιό πολλά κανακεμένο,

φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο

Ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μα ‘χε  γερόντου γνώση

Οι λόγιοι του ήσανε θροφή κι η ερμηνειά του βρώση

Και τ’ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτον ελέγα

Ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα»

Περισσότερο τονίζονται κι εδώ τα πνευματικά και ψυχικά προσόντα του. Είναι ζαχαροζυμωμένος και ο στίχος  «Οι λόγιοι του ήσανε θροφή κι η ερμηνειά του βρώση» δικαιολογείται, γιατί προτιμά πάντα να διδάσκεται από εκείνους που είναι ώριμοι κι έχουν πολλές εμπειρίες ζωής και σοφία.

Θυμάμαι ένα παραμύθι που μου έλεγε η γιαγιά μου, όπου η βασιλοπούλα ήταν χρυσοπήγουνη, χρυσαστράγαλη και με τη χρυσή φεγγίδα στο κούτελο κι εγώ με τη φαντασία μου ονειρευόμουν κάποτε να μπω σ’ αυτόν τον υπέροχο κόσμο της μαγείας. Σ’ αυτόν το μαγικό κόσμο μας βάζει με τους πρώτους στίχους ο ποιητής μας, χωρίς να χάνει το μέτρο. Μας προετοιμάζει και μας ερεθίζει να απολαύσουμε εκείνα που θα ακολουθήσουν.

Στο σημερινό θρυμματισμένο κόσμο φυσικά τα όνειρα δεν επιτρέπονται. Όμως η μεγάλη τέχνη μας παρηγορεί και μας λυτρώνει. Έτσι παίρνουμε τη ζωή μας σωστά και προχωρούμε αλλάζοντας κάποιες στιγμές τη σκληρή καθημερινότητα.