Ο Ερωτόκριτος, όταν όλα γύρω του γίνονται η μορφή της αγαπημένης Αρετούσας, δέχεται τη συμβουλή του φίλου του να ταξιδέψουν σ’ άλλον τόπο. Εμπιστεύεται το κλειδί της κάμεράς του στη μάνα του τονίζοντάς της να μην το δώσει σε κανένα. Όταν όμως την επισκέπτονται η βασίλισσα και η Αρετούσα, εκείνη από αγάπη και θέλοντας να δείξει την ομορφιά του χώρου, όπου απομονώνεται και δημιουργεί ο λατρεμένος γιός, παραβαίνει το λόγο της και η Αρετούσα ανακαλύπτει με χαρά, ποιος είναι της νύχτας ο τραγουδιστής. Βρίσκει τα τραγούδια και τη ζωγραφιά της καμωμένη με μαστοριά μεγάλη, τόσο, ώστε «η τέχνη σ’ έτοιο κάμωμα ενίκησε τη φύση».
Φυσικά σε όλο το έργο έχουμε την αντίθεση της φύσης με τις κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά και της φύσης με την τέχνη. Στην πρώτη περίπτωση νικά η φύση. Στη δεύτερη νικά η τέχνη. Η Αρετούσα είχε ερωτευθεί έναν άγνωστο ποιητή και τραγουδιστή. Τώρα ξέρει ποιος είναι και ότι είναι και ικανός ζωγράφος. Πράγματι η τέχνη δεν είναι απλώς μια ψυχαγωγία. Στην καλύτερή της εκδοχή είναι μια επανάσταση. Και ο ποιητής θέλοντας να εκφράσει αυτή την επανάσταση στην ψυχή της κόρης γράφει:
«σαν ο τυφλός οπού ποτέ στράτα καλή δε βρίσκει,
σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει,
αγανακτά στη ζήση του, το θάνατό του κράζει,
βαραίνει προς το ριζικόν οπού τόνε πειράζει
και πάντα αναζητά το φως,
βαριέται το σκοτίδι,
γιατί η τυφλάγρα βάσανα και πείραξες του δίδει,
κι αξάφνου όντε σε πλια κακή στράτα ‘ναι μπερδεμένος
πάρουσι φως τα μάτια του, ξετυφλωθεί ο καημένος
πασίχαρος, καλόκαρδος και λεύτερος γυρίζει
του ήλιου να δώσει ευχαριστιά, γιατί το φως γνωρίζει
έτσι κι αυτήνη το ‘παθε τότες την ώρα ‘κείνη
τυφλή ήτονε κι ολότυφλη κ’ εδά με φως εγίνη».
Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε με άλλο τρόπο να εκφραστεί η συναισθηματική φόρτιση της Αρετούσας παρά με τον τυφλό που βρίσκει το φως του. Κάθε λέξη, κάθε στίχος είναι με υψηλή ευαισθησία τοποθετημένος και υπηρετεί το σκοπό του ποιητή. Είναι μια μορφή αναγνώρισης και επιβεβαίωσης μιας σχέσης που θα φέρει βάσανα και πόνους αλλά και τελική δικαίωση.
Η Φροσύνη φυσικά προσπαθεί με επιχειρήματα λογικά να μεταστρέψει το λογισμό της, αλλά τα λόγια της πέφτουν στο κενό.
Η Αρετούσα απαντά αποστομωτικά με μια πολυσυζητημένη μεταφορά που οι ερευνητές τη συναντούν στο Βιργίλιο και σε Ιταλούς ποιητές, όπου χρησιμοποιείται ένα παρόμοιος εκφραστικός τρόπος.
Η φιλέρευνη προσπάθειά τους είναι μεθοδολογικά συγγνωστή. Νομίζω όμως ότι αντί να μειώνει, αποδεικνύει την υψηλή τέχνη του Κορνάρου. Μεταπλάθει, ανανεώνει, ενσωματώνει με μαστοριά και σε 80 περίπου στίχους μας ψυχογραφεί την Αρετούσα. Το πάθος και τη σύνεσή της. Τη δροσιά της νιότης και την απόφασή της να διαχειριστεί την αντίδικη μοίρα της, ώστε να κατορθώσει τελικά η επανάστασή της να είναι νικηφόρα.
Κλείνω παραθέτοντας μέρος από το λόγο της Αρετούσας. Η απόλαυση που μας χαρίζεται αποδεικνύει ότι η πρωτοτυπία δεν είναι αναγκαστικά η υψηλότερη αρετή ενός ποιητή. Η γλώσσα, που αν είναι ικανός την υποτάσσει, δεν είναι εύκολος αντίπαλος. Εδώ και ο ποιητής και η ηρωίδα του δικαιώνονται και μας παρασύρουν να ταξιδέψουμε μαζί τους στο ωραίο τους ταξίδι γνωρίζοντας ότι ο καπετάνιος που οδηγεί είναι καλός μάστορας και μπορούμε να αψηφήσουμε τον φόβο του γιαλού.
«Παιχνίδι μάσε φαίνεται, το δούμε φουσκωμένη
από μακρά τη θάλασσα κι άγρια και θυμωμένη
με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα
και τα χαράκια όντε χτυπούν κι αφρίζουν έναν ένα
και το καράβι αμπώθουσι με μάνητα μεγάλη
στη φουσκωμένη θάλασσα σε μια μερά κ’ εις άλλη
κ’ εκείνους τσ’ ανακατωμούς και ταραχές γρικούμε
και δίχως φόβο από μακρά γελώντας τσι θωρούμε
μα κείνος που στα βάθη της είναι και κινδυνεύγει
και να γλιτώσει απ’ τη σκληρά ξετρέχει και γυρεύγει
αυτός κατέχει να σου πει κι απόκριση να δώσει
ίντα ‘ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλυτώσει..».