Ο Βύρων Ιερονυμίδης γεννήθηκε στο Πετροκέφαλο Μαλεβυζίου, το έτος 1929. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Ξυλούρης, αλλά κάποιος από την οικογένεια το είχε αλλάξει σε Ιερονυμίδης. Tο 1945, σε ηλικία 16 χρονών, φεύγει για το Ηράκλειο όπου μαθαίνει την τέχνη του ξυλουργού και γίνεται ένας από τους αρχιτεχνίτες στο ξυλουργικό εργοστάσιο του Κορμανού στα ψαράδικα.

Έπαιζε μαντόλα και λαούτο αλλά και τραγουδούσε πολύ ωραία. Από πολύ νέος συνόδευε σε γλέντια διάφορους καλλιτέχνες της περιφέρειας, όπως του γνωστού τότε λυράρη Ζαχαρία Μαστοράκη, γνωστόςμε το παρατσούκλι «Ξεφλούδης» από τον Κρουσώνα, ο οποίος έπαιζε ωραίο μαλεβυζιώτη. Όπως κάποτε μου είπε ο Βύρων, χωρίς βέβαια να γνωρίζει ότι κάποιοι περιέσωσαν ηχογραφήσεις του Ξεφλούδη, «κάτι πήρε από ‘κει ο Νίκος Ξυλούρης αλλά δυστυχώς χάθηκε ο μαλεβυζώτης του Ξεφλούδη…».

Μετά την Κατοχή, η φήμη του Θανάση Σκορδαλού εξαπλώθηκε γρήγορα στη Μεσσαρά και από εκεί σε όλες τις επαρχίες του Νομού Ηρακλείου. Η επαρχία Μαλεβυζίου, που ήταν πολύ πλούσια λόγω της παραγωγής σταφίδας, έγινε βασικός χώρος δράσης του Θανάση. Κλασικό παράδειγμα, το χωριό Κορφές, όπου ως γνωστόν τον αγκάλιασαν σαν να ήταν χωριανός τους και του έδωσαν πολλές μαντινάδες.

Πολύ γρήγορα ο Θανάσης γνωρίστηκε με τον Βύρωνα, που αμέσως διέγνωσε τη μαγεία του δοξαριού του, έγινε πραγματικός λάτρης του και επηρεάστηκε από αυτόν σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Μέχρι το 1957, λύρα δεν επαιζε μέσα στην πόλη του Ηρακλείου. Από τα Καμίνια και πέρα δεν μπορούσες ούτε καν να περάσεις κρατώντας στα χέρια σου λύρα ή λαούτο.

Ανάμεσα στους πολύ καλούς φίλους του Βύρωνα και του Θανάση ήταν ο Κώστας Σφακιανάκης από το χωριό Πηγαϊδάκια, που βρίσκεται νότια της Πόμπιας, πάνω στα Αστερούσια Όρη. Όπως ο ίδιος ο Σφακιανάκης μας διηγήθηκε πριν πεθάνει, ο Σκορδαλός επινόησε και ηχογράφησε τον δίσκο «Στερουσιανή μου Πέρδικα» από ένα δικό του σφυρολόημα, χάριν δε του Σκορδαλού είχε βαφτίσει 17 παιδιά και στεφανώσει 22 νεαρά ζευγάρια.

Ο Σφακιανάκης, πρώην αστυνομικός, ήταν εκείνη την εποχή ιδιοκτήτης τριών ταξί μέσα στην πόλη του Ηρακλείου. Κάθε Τετάρτη βράδυ έστελνε ένα από αυτά στο Ρέθυμνο που έφερνε τους Σκορδαλό και Μαρκογιάννη στο Ηράκλειο και τους πήγαινε κοντά στους υπόλοιπους – Βύρων, Κώστας Σφακιανάκης, Μανώλης Λίτινας, Κώστας Πετρόπουλος, Μπάμπης Σαμαρείτης, ο χορευτής Γιάννης Παπαδαντωνάκης, κ.α. – στο καφενείο-ψησταριά του Χαρίλαου στον Κατσαμπά για παρέα.

‘Οταν τα ταξί ήταν απασχολημένα, η παρέα πλήρωνε το ταξί που τους έφερνε στο Ηράκλειο. Σκοπό είχαν να αλλάξουν τα μουσικά δρώμενα της πόλης. Μία μέρα, ο Βύρων, πηγαίνοντας με το Σφακιανάκη για μεσημεριανό φαγητό, του ρίχνει την ιδέα να οργανώσουν μία αποκριάτικη κρητική βραδυά και αυτός συμφώνησε αμέσως. Η σχετική διαφήμηση έγινε στην εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ”. Σ’ αυτήν παρευρέθηκαν και καλοί μερακλήδες-χορευτές απο τα χωριά Πετροκέφαλο, Κορφές και Πενταμόδι.

Έτσι, τις απόκριες στις 17 Φεβρουαρίου του 1957, η «Κρητική Βραδυά» πραγματοποιήθηκε στον χώρο του κινηματοθεάτρου ΝΤΟΡΕ που στεγάζονταν σ’ ένα παλιό επιβλητικό κτίριο. Το μέλος της παρέας, ο γιατρός Μανώλης Λίτινας βοήθησε αρκετά σ’ αυτό, αφού ήταν πολύ γνωστός του κ. Αγγελιδάκη ιδιοκτήτη του ΝΤΟΡΕ. Οι οργανωτές είχαν φροντίσει να προσκληθούν στην κοινωνική αυτή εκδήλωση οι δημοτικές και δικαστικές αρχές της πόλης. Ήταν μία απόλυτα επιτυχής οργάνωση που όντως άλλαξε την ιστορία στα μουσικά δρώμενα της πόλης και από τότε πλέον η λύρα και ο Σκορδαλός γίνονται δεκτοί και αγαπητοί σε όλο το Ηράκλειο.

Η “ΠΑΤΡΙΣ” έγραψε την Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου του 1957. Μεγάλην επιτυχίαν εσημείωσε τήν παρελθρύσαν Κυριακήν εις τήν αίθουσαν «Ντορέ» ή Κρητική βραδυά Σκορδαλού. Τήν χοροεσπερίδα ετίμησεν ο κ. Noμάρχης καί πλείστοι όσοι άλλοι εκπρόσωποι τών αρχών ώς καί εκλεκτός κόσμος από όλας τάς τάξεις. Ό καλλιτέχνης τής Κρητικής Λύρας κ. Αθ. Σκορδαλός υπήρξεν εφάμιλλος τής αξίας του ως λυράρη συνοδεύομενος από τον εκλεκτό καλλιτέχνη του λαούτου κ. ’Ιωάν. Μαρκογιαννάκην.

Η ορχήστρα υπό τον κ. Τώλην Τζωρτζάκην ολοκλήρωσε το κέφι τής βραδυάς μέ τά πεταχτά κομμάτια της. Το χαρακιηρισττκό κορύφωμα τής χοροεσπερίδος ύπήρξαν οι Κρητικοί χοροί άπό νέους καί νέες μέ τοπικές ενδυμασίες. Ή επιτυχία των ώς πρός τό σύνολο τής εμφανίσεως των και ώς προς τόν χορόν, ύπήρξεν ξεχωριστη καί προεκάλεσεν ενθουσιασμόν. Μπορεί νά πή κανείς ότι ή «Βραδυά Σκορδαλού» έδωσε εκτός των άλλων ένα αξιοπρόσεκτο τοπικό χρώμα, γενικά δέ άφήκε τάς καλυτέρας των έντυπώσεων.

Εις τόν καλλιτέχνην κ. Σχορδαλόν καί όλους γενικώς τους συνεργάτας του αξίζουν θερμά συγχαρητήρια. Το καλοκαίρι του 1958 το δίδυμο Σκορδαλός-Μαρκογιάννης μεταβαίνει στην Αμερική για να διασκεδάσει τους εκεί Κρήτες με την ευκαιρία του διετούς συνεδρίου τους στο Κλήβελαντ του Οχάϊο. Ήταν φτωχά τα χρόνια εκείνα στην Ελλάδα και ήταν φυσικό ο Σκορδαλός να ‘θαμπωθεί’ από τις ανέσεις των Αμερικανών.

Τον επόμενο χρόνο, φίλοι από το Σικάγο τον επισκέφτηκαν στην Ελλάδα και στην παρέα τους ήταν μία χήρα, η κ. Χαρίκλεια καταγόμενη από ένα προάστιο του Πειραιά. Η μελλοντική συμπεθέρα του Θανάση, η κ. Μαμαλάκη, συμβούλεψε τον Βύρωνα να ακολουθήσει την κ. Χαρίκλεια στην Αμερική, παρά το ότι ήταν ηλικιακά μεγαλύτερή του, για να προκόψει.

Ο ίδιος ο Θανάσης πάντρεψε αργότερα τα παιδιά του, Γιάννη και Δημήτρη, εκεί. Οι συγγενείς του Βύρωνα αντιδρούσαν σε μία τέτοια εξέλιξη γιατί ο Βύρων ήταν περιζήτητος, μια δε πολύ όμορφη υπάλληλος της Νομαρχίας ήταν ξετρελαμένη μαζί του. Το 1960, ο Βύρων παίρνει την απόφαση να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και ανοίγουν σπίτι με την κ. Χαρίκλεια στο Χάμοντ της Ιντιάνα, μία πόλη σχετικά κοντά στο Σικάγο. Πέντε χρόνια αργότερα καταλαβαίνει το λάθος της αμελέτητης απόφασής του να ξενιτευτεί και καθώς δεν έχει κάνει παιδιά, επιστρέφει στην Κρήτη και αποκαλύπτει στους δικούς του ότι δεν μπορεί να ζήσει πια με αυτή τη γυναίκα.

Φεύγει από το Χάμοντ και πηγαίνει στο Σικάγο, όπου μένει μαζί με τον Αμαριώτη φίλο του Χάρρυ Κυδωνάκη. Ανοίγουν μαζί ένα λόντραματ (πλυντήρια ρούχων αυτοεξυπηρέτησης) ενώ ο Βύρων ως έμπειρος ξυλουργός καταπιάνεται και με το επικερδές επάγγελμα της διαμόρφωσης χώρων σε μπαρ. Η Χαρίκλεια όμως πηγαίνει κάθε βράδυ και τον παρακαλεί να γυρίσει κοντά της και ο ευαίσθητος Βύρων ενδίδει για να περάσουν άκαρπα άλλα επτά χρόνια μέχρι τελικά να πάρουν οριστικό διαζύγιο το 1972. Ξαναπαντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία πάλι με χήρα, την κ. Θεοδώρα καταγωγής από τα Τρίκαλα.

Ως προς το ζήτημα της οικογένειας ο Βύρων ήταν μάλλον άτυχος. Πέτυχε όμως σε άλλους τομείς της κοινωνίας και μολονότι η παρέα του με το Σκορδαλό μάλλον δεν τον βοήθησε στο προσωπικό του ζήτημα, εκείνος δεν τον αρνήθηκε ποτέ. Λίγο πριν φύγει για το Συνέδριο των Κρητών της Αμερικής, ο Σκορδαλός ζητά από το Βύρωνα να τραγουδήσει σ’ ένα δίσκο 45 στροφών, τις γνωστές ηρακειώτικες κοντυλιές «Ψάχνω γυρεύω ερευνώ».

Αργότερα όταν μετανάστευσε στην Αμερική, ο Βύρων κατάφερε καθαρά με τον ιδρώτα του να αποκτήσει ένα εξα-όροφο κτίριο στην οδό 6326 North Artesian Ave. Εκεί φιλοξενούσε όσους Κρήτες καλλιτέχνες πήγαιναν στο Σικάγο. Σε ένα μεγάλο πομπινόφωνο ηχογραφούσαν διάφορα τραγούδια. Το μουσικό αρχείο του, που τώρα είναι κτήμα της Λέσχης Κρητών Σικάγου, περιέχει ηχογραφήσεις από διάφορους καλλιτέχνες αλλά κυρίως των Θανάση Σκορδαλού, Γεράσιμου Σταματογιαννάκη και Νίκου Σκευάκη.

Ο Βύρων ήταν πρώτος που επέμεινε στην καταγραφή του έργου του Σκορδαλού από τα παλιά τεχνολογικά μέσα σε CD. Ο Βύρων ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση στα πλαίσια της Παγκρητικής Ένωσης Αμερικής (ΠΕΑ). Δεν θα ξεχάσω μία βραδυά το Νοέμβρη του 1977, που βρέθηκα σε μία Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Κρητών στο Σικάγο, πόσο σεβασμό του έδειχναν οι άλλοι ομιλητές όταν έπαιρνε τον λόγο. Ύπηρέτησε την ΠΕΑ από διάφορες θέσεις όπως του περιφερειακού κυβερνήτη (district governor) του αντιπροέδρου αλλά και του μέλους διαφόρων σημαντικών επιτροπών, εκφράζοντας πάντα την άποψη ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βοηθηθεί η Κρήτη.

Ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της δημιουργίας του ειδικού ταμείου της ΠΕΑ για το Παν/μιο Κρήτης και της χρηματοδότησης μέσα από αυτό των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης και του Οικολογικού Πάρκου του Πολυτεχνείου Κρήτης. Ήταν επίσης και ο ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας στήριξης από την ΠΕΑ της πρωτοβουλίας του Καθηγητή Οφθαλμολογίας, Γιάννη Παλλήκαρη, για τη δημιουργία του ειδικού εργαστηρίου ελέγχου όρασης στο Παν/μιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, του σημερινού ΒΕΜΜΟ.

Όπως έλεγε ο Βύρων, όταν ο Θοδωρής Βαρδινογιάννης είδε ότι οι Κρήτες της Αμερικής βοηθούσαν την πρωτοβουλία αυτή έστω και με ένα συμβολικό ποσό, έδωσε άφθονη χρηματοδότηση για τη δημιουργία του εργαστηρίου αυτού. Για μένα προσωπικά ο Βύρων ήταν σαν πατέρας. Όταν έφευγα για την Αμερική το καλοκαίρι του 1977, ο Σκευάκης μου είχε πει «…σου δίνω το τηλέφωνο ενός αληθινού μερακλή και φανατικού Σκορδαλικού που σίγουρα θα σου φανεί χρήσιμος».

Όντας μεταπτυχιακός φοιτητής στην Αμερική, ήμουν έτοιμος να εγκαταλείψω τις σπουδές μου για οικονομικούς λόγους. Ο Βύρων σκέφτηκε τότε και εισηγήθηκε στους οργανωτές του 25ου Συνεδρίου της Παγκρητικής Ένωσης Αμερικής το 1978 να με αξιολογήσουν ως υποψήφιο οργανοπαίκτη πριν φέρουν κάποιον από την Κρήτη. Αυτό και έγινε.

Μίλησε στον τότε πρόεδρο του Συλλόγου Κρητών του Ντένβερ Κολοράντο και αργότερα πρόεδρο της Παγκρητικής Αμερικής, Μανώλη Τσικουδάκη, που μας κάλεσε και παίξαμε μαζί με τον Βύρωνα στον ετήσιο χορό τους την άνοιξη του 1978. Εκεί εμφανίστηκε η επιτροπή του συνεδρίου με πρόεδρο τον αείμνηστο Γιάννη Μαραγκάκη από το Σωλτ Λέϊκ Σίτυ, μας άκουσαν και αφού με ενέκριναν μου ανέθεσαν να φέρω συνοδό λαγούτο από την Κρήτη.

Ο Βύρων συνέχισε να με συνοδεύει και σε άλλες εκδηλώσεις που μας καλούσαν και δεν δεχόταν ποτέ μερίδιο από τα χρήματα που βγάζαμε. Ο Βύρων έφυγε την ημέρα της Παναγίας του 2006 και κηδεύτηκε στο χωριό του στις 24 Αυγούστου.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΝΤΙ ΤΟΥ 11ΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ!

* Ο Σήφης Λεκάκης είναι ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Κρήτης