Το έγκλημα στα Τέμπη έγινε, και δυστυχώς όπως όλα τα εγκλήματα, δεν ξεγίνεται. Εκείνο που δεν έγινε όμως – εδώ και έναν χρόνο – είναι κάποια ουσιαστική προσπάθεια για απόδοση ευθυνών σε εκείνους που συνετέλεσαν σε αυτό το έγκλημα.
Γιατί υπάρχουν τέτοιες ευθύνες. Και ποινικές και πολιτικές. Τις ποινικές ευθύνες τις χρέωσαν στον… σταθμάρχη. Τις πολιτικές σε κανέναν! Είναι όμως ντροπή για όλους μας και κυρίως για το Ελληνικό Κοινοβούλιο να εξακολουθεί να απολαμβάνει όσα αφειδώς του προσφέρει η βουλευτική ασυλία.
Συνιστά εθνική ντροπή αλλά και ασέβεια απέναντι στα θύματα αυτής της σιδηροδρομικής τραγωδίας που όμοιά της δεν γνώρισε ο τόπος, κάθε προσπάθεια αποποίησης ευθυνών και συγκάλυψης του εθνικού αυτού εγκλήματος. Ας δούμε όμως εδώ, ποιο ακριβώς είναι εκείνο το προνόμιο, πίσω από το οποίο «ταμπουρώνονται» οι βουλευτές μας στις δύσκολες στιγμές τους:
Η συνταγματική και κοινοβουλευτική παράδοση στη χώρα μας αναγνωρίζει στους βουλευτές, ιδίως από το 1864 και εφεξής δύο προνόμια, τα οποία συναποτελούν τις λεγόμενες «βουλευτικές ασυλίες» – χωρίς όμως το ίδιο το Σύνταγμα να χρησιμοποιεί ποτέ αυτόν τον όρο.
Το πρώτο αφορά, στο ανεύθυνο των βουλευτών για γνώμη ή ψήφο, και το δεύτερο στο ακαταδίωκτο των βουλευτών για αξιόποινες πράξεις και για όσο διάστημα διαρκεί η βουλευτική περίοδος. Για το ανεύθυνο των βουλευτών, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 61 ότι «ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων». Αυτή η συνταγματική εγγύηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των απόψεων και των επιλογών του βουλευτή έναντι πάντων.
Για το ακαταδίωκτο ή την ειδική προστασία του προσώπου του βουλευτή, το άρθρο 62 του Συντάγματος ορίζει ότι, «όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται, ούτε με άλλον τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής».
Από τη διατύπωση της συνταγματικής ρήτρας για το ακαταδίωκτο και τη δικαστική προστασία των βουλευτών προκύπτει ότι, το ακαταδίωκτο καλύπτει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη ή παράλειψη, ακόμα και αν αυτή η αξιόποινη πράξη δεν σχετίζεται με τα βουλευτικά τους καθήκοντα. Το μόνο που εξαιρείται από αυτήν την ευρεία εγγύηση ή προνομία, είναι τα αυτόφωρα κακουργήματα, όχι όμως και τα πλημμελήματα. Αυτό σημαίνει ότι, μόνο αν ο βουλευτής συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττει κακούργημα, συλλαμβάνεται από τα αρμόδια όργανα δίχως να χρειάζεται να ειδοποιηθεί προηγουμένως η Βουλή ή να δοθεί σχετική άδεια.
Αν εξαιρεθεί η περίπτωση του επ’ αυτοφώρω κακουργήματος, τότε ισχύει πλήρως το ακαταδίωκτο των βουλευτών για κάθε είδος αδικήματος που τυχόν διέπραξαν (κακούργημα, πλημμέλημα ή πταίσμα) αποφεύγοντας όχι μόνο τη σύλληψη και τη φυλάκιση, αλλά και κάθε ανακριτική πράξη εναντίον αυτών (κλήση σε απολογία, απαγγελία κατηγορίας κ.λ.π.). Το ίδιο ισχύει ακόμα και για αδικήματα που τυχόν διέπραξε ο βουλευτής πριν από την έναρξη της βουλευτικής περιόδου, είτε είχε είτε δεν είχε τότε τη βουλευτική ιδιότητα.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι αποτελεί κανόνα, αλλά και παράδοση, στην ελληνική κοινοβουλευτική πρακτική να μην αίρεται η βουλευτική ασυλία και να ισχύει σε κάθε περίπτωση το ακαταδίωκτο των βουλευτών για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη στην οποία υπέπεσαν, ακόμα και αν αυτή είναι εντελώς άσχετη προς τα βουλευτικά και πολιτικά καθήκοντα και την αποστολή τους.Κατά κανόνα, λοιπόν απορρίπτονται όλες σχεδόν οι αιτήσεις για άρση της ασυλίας των βουλευτών, οι οποίοι όμως έτσι εμφανίζονται στην κοινή γνώμη να απολαμβάνουν ιδιαίτερων προνομίων έναντι των συμπολιτών τους και να τελούν σε προνομιακό καθεστώς ατιμωρησίας για παράνομες πράξεις τους. Έτσι, έχουν απορριφθεί κατά το παρελθόν αιτήσεις για την άρση ασυλίας βουλευτών που κατηγορούνταν για έκδοση ακάλυπτων επιταγών, για παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, για αυθαίρετες οικοδομικές δραστηριότητες, για κατάληψη αιγιαλού και για πολλές άλλες παράνομες πράξεις…
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία που αποκαλύπτουν το τι ακριβώς επικρατεί στο προνομιακό «κράτος των βουλευτών». Από το 1974 έως το 2010, στη διάρκεια της λειτουργίας της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, έχουν κατατεθεί συνολικά 831 αιτήσεις άρσης της ασυλίας βουλευτών και έχει δοθεί σχετική άδεια μόνο σε 17 περιπτώσεις, δηλαδή ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 2% του συνόλου.
Για πρώτη φορά το 2008, το ελληνικό κράτος καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την πρακτική που ακολουθεί η Βουλή στην άρση της ασυλίας των βουλευτών. Για έναν θεσμό που έγινε κατεστημένο. Για ένα προνόμιο των πολιτικών, που μετατράπηκε σε αποστέρηση δικαιωμάτων για τους πολίτες.
Για κατάργηση όλων των βουλευτικών προνομίων, εφόσον αναλάβει τη διακυβέρνηση, δεσμεύεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ: «Αν μας τιμήσει ο ελληνικός λαός με την ψήφο του, το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να καταργήσω όλες τις βουλευτικές ασυλίες – όλα τα βουλευτικά προνόμια.
Η Βουλή δεν θα εκθρέψει άλλον Κώστα Αχ. Καραμανλή», έγραψε ο Στέφανος Κασσελάκης. Για την ασυλία ενός ευρωβουλευτή υπάρχουν δύο πτυχές. Η πρώτη αναφέρεται μέσα στην επικράτεια του κράτους και μοιάζει με τις ασυλίες που έχουν τα μέλη, που ανήκουν στο Κοινοβούλιο μιας χώρας. Η δεύτερη πτυχή βρίσκεται μέσα στην επικράτεια των κρατών-μελών και εξαιρείται από όποιο μέτρο αφορά την κράτηση και κάθε δικαστική δίωξη.
Με αφορμή την επέτειο του εγκλήματος στα Τέμπη και των ενεργειών συγκάλυψής του, έχει επανέλθει στον δημόσιο διάλογο το θέμα της κατάργησης της βουλευτικής ασυλίας και της αναθεώρησης του Συντάγματος για την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας «change.org» ο «Σύλλογος Οικογενειών Θυµάτων Τεμπών» καλεί στους συμπολίτες μας να συνυπογράψουν αίτημά τους για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών και την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας.
Να σημειώσουμε εδώ βεβαίως ότι, άλλο είναι η βουλευτική ασυλία και άλλο η ποινική ευθύνη των υπουργών και υφυπουργών (Άρθρο 86). Σε γενικές γραμμές και για τους βουλευτές και για τους υπουργούς και υφυπουργούς, η δίωξη προϋποθέτει η υπόθεση να περάσει πρώτα από την Βουλή.Όσο για τις υποθέσεις που εμπλέκουν υπουργούς και υφυπουργούς – μέχρι και την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος – η ποινική τους ευθύνη και δίωξη προϋπέθετε να μην υπάρχει παραγραφή, αλλά μόνο μέσα στα πρώτα δύο έτη από την τέλεση του εγκλήματος. Μετά και την παρέλευση των δύο ετών παραγράφονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουν παραγραφεί πολλές, σοβαρές υποθέσεις. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση «Novartis».
Μέχρι στιγμής, οι υπογραφές που συγκεντρώνονται στο παραπάνω διαδικτυακό ψήφισμα, έχουν ξεπεράσει το 1.300.000 και αυτό καταδεικνύει την εναντίωση του κόσμου στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίζεται την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης.
Να θυμίσουμε εδώ – για να έχουμε και ένα μέτρο σύγκρισης – πως 2.115.322 συμπολίτες μας (που αντιστοιχούν σε ποσοστό 40,56%) υπερψήφισαν και ανέδειξαν κυβερνών κόμμα την Νέα Δημοκρατία τον περασμένο Ιούνιο του 2023 στις εθνικές εκλογές.
Ίσως αυτό το ψήφισμα να αποτελέσει μια καλή αφορμή για να αλλάξουν κάποια πράγματα, αποκαθιστώντας εν πολλοίς την πληγείσα αξιοπρέπεια των βουλευτών και μαζί με τους υπαίτιους αυτού το εγκλήματος, να εκδιωχθεί και το αίσθημα ατιμωρησίας που επικρατεί σήμερα στην κοινωνία και να επανέλθει η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στην Δικαιοσύνη. Ίσως κάτι τέτοιο όμως να αποτελέσει και έναν ακόμα λόγο, να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για θέματα που επίσης άπτονται του κοινοβουλευτικού έργου.