Δύο συλλογές, μία με ποιήματα («ΕΝ-ΔΙΚΤΗ-ΚΑ») και μία με διηγήματα, εξέδωσε τη χρονιά που διανύομε ο δάσκαλος Μανώλης Χετζογιαννάκης.
Δεκαοχτώ κείμενα, συνοδευόμενα από κρητικό γλωσσάρι, αποτελούν το σώμα της δεύτερης συλλογής, με τον τίτλο «Ο ΔΟΞΑΘΕΟΣ». Ο συγγραφέας επιστρέφοντας στον τόπο των παιδικών και νεανικών του χρόνων, αναθυμάται πρόσωπα και γεγονότα και τα αναπλάθει λογοτεχνικά στα σύντομα αυτά αφηγήματα, που αγκαλιάζουν σε αδρές γραμμές τη ζωή τριών περίπου γενεών.
Ο πατέρας Σήφης ή Δοξαθεός, του οποίου η πορεία συμπληρώνεται ψηφίδα-ψηφίδα από όλα σχεδόν τα κείμενα, είναι το κεντρικό πρόσωπο. Νεαρός, στρατεύεται στην ΕΠΟΝ, εξορίζεται για «ανάνηψη στο κολαστήριο του Μακρονησιού», στρατιώτης του εθνικού στρατού πολεμά στον «αδερφοφαγικό» Εμφύλιο κουβαλώντας τη φρίκη για πολλά χρόνια, ενώ στον καιρό της Χούντας φυλακίζεται «γιατί στραβοξάνοιγε προς τα αριστερά».
Υπήρξε προστάτης άγγελος της χήρας μάνας, αργότερα και της δικής του οικογένειας. Καλός σύζυγος, στοργικός πατέρας και παππούς, καμαρώνει για τα παιδιά του που σπούδασαν, καλοπαντρεύτηκαν και του χάρισαν εγγόνια. Άνθρωπος θρησκευόμενος, προσφέρει ως Επίτροπος τις υπηρεσίες του στη μικρή κοινωνία του χωριού. Αν και γενιά του πολέμου που έζησε διώξεις, φτώχεια και σκληρή δουλειά, βλέπει πάντα τη θετική όψη των πραγμάτων, φιλοσοφώντας τη ζωή, και φεύγει ευχαριστημένος σε βαθιά γεράματα.
Ο παππούς ο ανεγνώστης συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και εκτελείται στην Αγυιά (6 Αυγούστου του ’44). Είναι ο πρωταγωνιστής στο εκτενέστερο διήγημα «Τα Χριστούγεννα του ’22», όπου ξεδιπλώνεται η έμπρακτη αλληλεγγύη του προς δύο δυστυχισμένους πρόσφυγες που συνάντησε τυχαία, καθώς βρέθηκε στο Ηράκλειο τις τραγικές εκείνες ημέρες.
Ο εγγονός σπουδάζει στη Χώρα και γίνεται ένας επιτυχημένος δάσκαλος. Παίρνει μέρος στην επιστράτευση του ’74, με την εισβολή στην Κύπρο. Ζει στην πόλη αλλά δεν κόβει τους δεσμούς με το χωριό. Είναι ο συγγραφέας «Ξένιος Κρης», αναγνώστης επίσης (σαν τον παππού) και μελωδός εκκλησιαστικών ύμνων.
Τα πεζογραφήματα αυτά, που εύλογα θα χαρακτήριζε κανείς «οικογενειακά», σκιαγραφούν μία ευρύτερη εικόνα της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, εκτός από ένα, όπου περιγράφεται το Ηράκλειο όπως το είδε ο δωδεκαετής Μανώλης, όταν το 1963 ήρθε με τη γιαγιά του να φοιτήσει στο Γυμνάσιο.
Όλα συγκροτούν μία «αυτοβιογραφία» του γενέθλιου τόπου, του Ξενιάκου, του οποίου η φυσιογνωμία είναι στενά συνυφασμένη –όπως μαρτυρούν κάποιοι τίτλοι– με τον χρόνο (Του Προφήτη Ηλία τη μέρα, Η Καθαρή Δευτέρα, Πασχαλινές μνήμες, Χοχλιδοβραδιά) και τον χώρο (Τση παπαδιάς ο δέτης, Στ’ αλώνια, Η Παναγιά του Δέτη, Στα βουνά της Δίκτης), με τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους.
Ωστόσο, οι μεγάλες ιστορικές στιγμές μόνο σαν φόντο περνούν μέσα στις διηγήσεις, με εξαίρεση δύο συγκινητικές μαρτυρίες για το δράμα του μικρασιατικού ξεριζωμού. Η συγγραφική πρόθεση είναι άλλη: «…ήθελα να μείνουν καταγραμμένα, μέσα από ιστορίες που διαβάζονται εύκολα, λαογραφικά στοιχεία του τόπου μου, τα ήθη και έθιμά του».
Ο Χετζογιαννάκης δηλαδή επιλέγει να πλάσει απλές ηθογραφίες και να ζωντανέψει βιωματικά πτυχές μιας παλαιικής ζωής που δεν υπάρχει πια. Έτσι, αναπαριστά οικογενειακά στιγμιότυπα, αγροτικές ασχολίες, ιστορίες και εθιμικές συμπεριφορές που έζησε, μύθους και θρύλους παλιούς που άκουσε. Μιλά για τις σχέσεις των κατοίκων, τη φιλοξενία, τη νοοτροπία και τις προκαταλήψεις, την εκλαϊκευμένη θρησκευτική τους πίστη και λατρεία.
Μνημονεύει με έξυπνους τρόπους ονόματα συγχωριανών, πχ. ποιοι και πού είχαν τα αλώνια τους, ποιοι διακρίνονταν στο παίξιμο της καμπάνας το Πάσχα, ποιος βοσκός έκανε την καλύτερη ξινομυζήθρα, πώς ο «μοσχοκούζουλος» Χαραλάμπης ντυμένος μασκαράς τούς αναστάτωσε ευχάριστα μια Καθαροδευτέρα.
Φωτογραφίζει το χωριό με τα περιβολάκια, τα πηγάδια και τις βρύσες, αλλά και το Οροπέδιο, τα βουνά, το δάσος και τα μονοπάτια, μνημονεύοντας αρκετά τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια. Περιγράφει, με όμορφες σκηνογραφικές λεπτομέρειες, μια ορεινή και ημιορεινή φύση με ταυτότητα, που ενίοτε λειτουργεί και ως σκηνοθετικός χώρος, μέσα στον οποίο δρουν τα πρόσωπα.
Οι άνθρωποι, αγράμματοι οι περισσότεροι, θρησκευόμενοι αλλά και δεισιδαίμονες (πιστεύουν σε «παρατηρήματα», νεράιδες και «οξαποδώ»), ζουν σε αρμονία με τη φύση και τις εποχές.
Και τούτος ο γνήσιος δεσμός αναδύεται μέσα από εικόνες, ήχους, μυρωδιές και γεύσεις, αλλά αντανακλάται και στον γλωσσικό τους πλούτο. Αυτή η χαρακτηριστική ποικιλομορφία της κρητικής διαλέκτου, της οποίας αυθεντικός φορέας είναι ο συγγραφέας, αποτυπώνεται και εδώ.
Σημειώνω, για παράδειγμα, εκφράσεις διάφορων σημασιολογικών αποχρώσεων, με τις οποίες προσδιορίζεται ο χρόνος: νυχτωπά ήτονε, αξημέρωτα, αποδιαφώτιστα, ασκερωπά, άλλοι πιο ασκεροσηκωμένοι, ταχινή-ταχινή, προτού σηκωθεί ψηλά ο ήλιος, απολείτουργα ήτανε, ώρα σχολειού, αλλά και το πρόσαργο, ώρα σπερνού, ώρα που γιαγέρνουν οι βουκόλοι, όπου να ’ναι βγαίνει το μεράστρι, κ.ά.
Στις σελίδες επίσης αυτού του βιβλίου αποτυπώνονται συναρπαστικές πληροφορίες για το στοιχειώδες -έως και ανύπαρκτο- οδικό δίκτυο, για το παζάρι του Καστελλίου και την ανταλλακτική οικονομία. Για το πότισμα των περιβολιών από τα πηγάδια με το παμπάλαιο χειροκίνητο γεράνι, αλλά και για τους ανεμόμυλους του Λασιθιού. Για παραδοσιακά φαγητά, νηστίσιμα εδέσματα και βραστάρια.
Για κάλαντα και έθιμα. Για την αξιοσύνη των γυναικών και τη δύναμή τους μέσα στην οικογένεια. Για ακραίες καιρικές συνθήκες, πχ. μια μεγάλη ανυδριά που επηρέασε την παραγωγή των λουμπουνιών ή κάποια «μεγάλη χιονιά που εσκέπασε τα οζά του Παπαδογιάννη στη σπηλιάρα του Ποροφάραγγου και δεν του ’πόμεινε ένα». Κι ακόμη, για φοβερά δυστυχήματα (τραγικός πνιγμός σε ξεσκέπαστο πηγάδι) και συγκλονιστικά εγκλήματα πάθους, τέτοια που σήμερα ονομάζομε γυναικοκτονίες.
Ο συγγραφέας δηλαδή δεν παρουσιάζει ένα κόσμο τέλειο ή ειδυλλιακό. Αντιθέτως, αφηγείται ρεαλιστικά μία απτή πραγματικότητα με τα καλά και τα σκοτεινά της σημεία αλλά με σταθερές αξίες και συμπεριφορές. Ένα αυθεντικό περιβάλλον, φυσικό και ανθρώπινο, μέσα στο οποίο ζουν άντρες, γυναίκες και παιδιά ώς τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, οπότε συμβαίνουν σταδιακά σαρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα.
Αρκετές όψεις επαρχιακού βίου κληροδοτημένες από παλιά εξαφανίζονται, ενώ σημαντικές κατακτήσεις (σε καλλιέργειες, συγκοινωνίες και τηλεπικοινωνίες) διευκολύνουν αρκετά τη ζωή όλων. Οι τέσσερις μέρες που χρειαζόταν ο παππούς να πάει με το μουλάρι στο Ηράκλειο και να γυρίσει, μειώθηκαν με το λεωφορείο της γραμμής σε λίγες ώρες και σε πολύ λιγότερες με το ιδιωτικό αυτοκίνητο.
Η πληροφόρηση από το μοναδικό ραδιόφωνο του καφενείου, έγινε αργότερα μαζική με την τηλεόραση. Το καθοριστικότατο όμως ήταν το δικαίωμα στη μόρφωση. Ένα όνειρο που στερήθηκαν οι προηγούμενες «άτυχες» γενιές, απολαμβάνει -έστω και με πολλές δυσκολίες- η γενιά του εγγονού.
Ο Μανώλης Χετζογιαννάκης λοιπόν στα ηθογραφικά αυτά διηγήματα δεν εξιδανικεύει τη ζωή στην ύπαιθρο ούτε διεισδύει ιδιαίτερα στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Καταφέρνει ωστόσο να μεταφέρει το κλίμα ενός παλιού συλλογικού τρόπου ζωής, και παράλληλα να σχολιάσει τη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική κατάσταση, μέσω του πρωταγωνιστή.
Η κρίση, η παραβίαση δικαιωμάτων, η φτώχεια, οι χαμηλοί μισθοί, οι πενιχρές συντάξεις, η άγρια φορολογία και προπαντός η ανεργία των νέων και η νέα μετανάστευση, πληγώνουν βάναυσα τον καλοπροαίρετο Δοξαθεό.
Η οργή και ο πόνος για το πισωγύρισμα της χώρας ξεχειλίζει, καθώς πίστευε πως οι αγώνες της γενιάς του θα έκαναν καλύτερη τη ζωή των παιδιών και των εγγονιών του. Αν και οδεύει προς το τέλος της ζωής του ο ήρεμος και καλοκάγαθος Σήφης, παίρνει σαφή πολιτική θέση, εκδηλώνοντας τον θυμό και την αγανάκτησή του με πικρό χιούμορ και γλώσσα σκληρή αλλά δίκαιη.
Ωστόσο, η αφήγηση στο σύνολό της κινείται σε τόνους μαλακούς, με καθαρότητα συναισθήματος, χωρίς υπερβολές, χωρίς πόζα, χωρίς στομφώδη ηθικοπλαστικά κηρύγματα. Μια αφήγηση, με ολοζώντανες σκηνές, παραστατικούς διαλόγους, γνήσιο χιούμορ και ατόφιο λαϊκό λόγο που δεν χάνει τη γνησιότητα και την προφορικότητά του, ενώ που και που κάποιοι φιλοσοφικοί στοχασμοί ακούγονται ως καζαντζακικοί απόηχοι:
«Εμείς οι αθρώποι θαρρούμε πως είμαστε θεοί, μα πράμα δεν είμαστε. Σκουλικάκια που σέρνουνται στη γης κι αν είναι κάψα κεντούνε και ξεραίνονται κι αν είναι κρύο δεν αντέχουνε…».
*Η Μαρία Φραγκιαδάκη είναι φιλόλογος