Με τον παραπάνω μετριόφρονα τίτλο έρχεται από τις εκδόσεις «Βαχκικόν» η 4η ποιητική συλλογή του Νίκου Βλαχάκη, με καταγωγή τις Βρύσες Μεραμπέλλου Λασιθίου.

Καλαίσθητη εμφάνιση και αξιόλογο το περιεχόμενο της συλλογής. Εύστοχη επίσης η επιλογή του χαρακτικού «μαύρα δένδρα και θάμνοι», για το εξώφυλλο. Με φόντο το άσπιλο λευκό του χιονιού, ξυπνά στον αναγνώστη την επιθυμία να κυνηγήσει χίμαιρες «επί των ιχνών της χιόνος», τώρα που η ιχνηλασία έγινε της μόδας… και επιτρέπεται!

Ο Νίκος Βλαχάκης έχει κάνει επιτυχείς σπουδές στη Φιλοσοφία, Δημόσια Διοίκηση, Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική.

Από το 1997 ως το 2017 υπηρέτησε στις ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού:  Τίρανα, Βρυξέλλες, Σόφια, Βουδαπέστη και Βερολίνο. Κάθε μια από τις 4 μέχρι σήμερα ποιητικές συλλογές του έχει άμεση σχέση με τις εμπειρίες που απέκτησε στις πόλεις αυτές.

Μετά το 2017 τον βρίσκομε στην Αθήνα, εργαζόμενο στο Υπουργείο Εξωτερικών ως Σύμβουλο Δημόσιας Διπλωματίας.

Όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στο βιογραφικό του, ασχολείται με την ποίηση από τα εφηβικά του χρόνια και είχε διακριθεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς για νέους.

Έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε ξενόφωνα περιοδικά και εφημερίδες ποιήματά του στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, βουλγαρικά, ισπανικά και αραβικά.

Οι προηγούμενες τρεις ποιητικές συλλογές κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και είναι:

  1. Απόσπασμα Πολυεθνικής ή Terra ingognita, Αθήνα 2002.
  2. Η Γέφυρα των Αετών, Αθήνα 2011 και
  3. Περί Τύρβης και Σκιάς (IDOLA TRIBUS), Αθήνα 2016.

Το χαρακτικό της συλλογής, που παρουσιάζεται, είναι έργο του Βασίλη Καλαντζή, πρωτανιψού του ποιητή, απόφοιτου του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σαφές δείγμα,  που προοιωνίζεται επιτυχή πορεία του νέου καλλιτέχνη στον πολύ απαιτητικό χώρο της χαρακτικής τέχνης.

Τα «Λυρικά Ελάχιστα» κυκλοφόρησαν σε πρώτη έκδοση το Νοέμβρη του 2020.

Έχοντας επιστρέψει από τη θολούρα της πάντα φουρτουνιασμένης παγκόσμιας πολιτικής διπλωματίας, κρατεί στην πνευματική χαρτέλλα του, εμπειρίες, γνώση και εικόνες, που παραδίδει με δυνατές ποιητικές εκπυρώσεις, άλλοτε ως «Μανιασμένες ριπές ανέμου» και φορές αφήνει το λυρισμό του να υψώνεται εκεί όπου «απεικονίσεις χρωμάτων/οι ορίζοντες φθέγγουν/ με ουράνια τόξα που ενηλικιώνονται μυστικά».

Όπως λέει ο ίδιος. η νέα ποιητική συλλογή του «αποτελείται από 100+1 στιχουργήματα, όλα σχεδόν τρίστιχα και άτιτλα. Καθένα μια ιδέα, διαφορετικές εικόνες, και όλα μαζί ένα συνθετικό ποίημα, με κεντρικό άξονα, τον άνθρωπο και τον κόσμο του. «Γράφτηκαν σε 101 μέρες σαν ιδεογράμματα σε νοτισμένα παράθυρα».

Νοτισμένα παράθυρα, θολά από εκπνοές εναγώνιων ασθματικών παροξυσμών του αποτυχημένου Super Man. Μας παρέχουν τον καθρέπτη που μέσα του διαβάζομε χαραγμένες με το δάχτυλο τις ανησυχίες του ποιητή. Την εσωτερική πάλη που δίδει «100+1» μέρες και φτάνει στην ισορρόπηση καρδιάς-νου, για να μας παραδώσει καθαρμένη την ποιητική του κατάθεση. Καταγγέλλει με παρρησία τα επίβουλα παιγνίδια που παίζονται στην πλάτη της ανθρωπότητας από «αόρατες δυνάμεις» ικανές να παραμορφώνουν αενάως το αληθινό, σε εξωπραγματικό:

«Το χρώμα του αίματος

σαν σκουριασμένη αλυσίδα

στο βάθος του ορίζοντα να ερυθριά»                                                     σελ. 21.

Αλλά ας ακολουθήσουμε τον ίδιο τον ποιητή να μας ξεναγήσει για λίγο στα ψιμονέρια δάκρυα της παγκόσμιας, αλλά και της δικής μας απόγνωσης όταν:

«Οι ρόδακες στο δίσκο της Φαιστού

ροδοπέταλλα καταρρέοντα

σε χείμαρρους απρόσμενους»   σελ. 11

δείχνουν καθαρά τις ποτάμιες αιμάτινες πηγές του Ελληνισμού απ’ όπου αρδεύονται ξένα «κηποχώραφα» για να υπηρετήσουν μια καινούργια πραγματικότητα.

«Ζεύγος πελαργών

ξεκινά προς τη Δύση

περιπλανώμενο στην αυταπάτη του»                                                     σελ. 17

Κάπως έτσι υποδηλώνει ότι:

«Ανέτειλε η φαινομενολογία

ενός αδύναμου ήλιου

που διέψευδε το σύμπαν»                                                                         σελ. 39

Υπαινικτική εικόνα του βάρβαρου και φορές ανήλεου κόσμου που δημιούργησε ο υπεράνθρωπος του 20ου αιώνα. Παρά τους απίστευτους τεχνολογικούς θριάμβους του έφτασε να παραδώσει μια «αμφίστομη μάχαιρα» στα άμοχρα ακόμη χέρια του 21ου, ως δώρο μη αναμενόμενο, σε πακέτο ενσφράγιστο, με ξεπεσμένες αξίες και μηδενισμό ακόμη και αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Στόμωσε η μνήμη της πέτρας

που μετέτρεπε τη λήθη

σε υδροχόο από ψαμμίτη»                          σελ. 45

Και

«Όταν το κύμα ματώνει το σύμπαν των αισθήσεων

δελφίνια περιφέρονται σαν ιερά σφάγι  στις ακρογιαλιές»                           σελ. 48

Για να φτάσομε στο αντιπαθητικό σήμερα, που –ευτυχώς- ο κόσμος αρχίζει μέσα στους διαπλανητικούς φόβους του να αναμετρά τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, σε αξίες και σε ύλη, των δύο τελευταίων δεκαετιών και να ψάχνει τα μαγικά λόγια των αντίστροφων επιθυμιών του. Μια επωδός για εκείνα που του παίρνουν καθημερινώς χωρίς να τον ρωτούν και τα πνίγουν σε μαύρη  νέφωση. Τον αφήνουν μόνο να πλανάται αποχαυνωμένος στους σχεδόν λησμονημένους πόνους του για κάτι μακρινό, ξεθωριασμένο και απροσδιόριστο.

«Νυν απολύεις δρομαίες γυναίκες

για να οργανώσουν σπονδές

στις λεωφόρους»                                            σελ. 44

Ακολουθεί μια δέσμη αχτίνων, που φωτίζουν ξανά τη θλιβερή συνήθεια, που έχομε ως Κράτος να επαιτούμε συνεχώς και «να ‘πομένομε νηστικοί και ξεφτυλισμένοι» κατά πως λέει ο σοφός λαός μας.

«Υλακές με καταδίωκαν στις γωνίες

ματαίως αναζητούσα άφεση αμαρτιών από συνόδους κορυφής» σελ. 51

Αφήνοντας πίσω τις οδύνες που γνώρισε στις διαδρομές του ως πολίτης του κόσμου, όπου υπηρέτησε ή ταξίδεψε εκτός Ελλάδας, μας οδηγεί με εύστοχες ρεαλιστικές ποιητικές εκφορές στο βάθος της πολυτραυματισμένης εικόνας του σύγχρονου κόσμου. Τον αντιδιαστέλλει με τις φωτεινές εντυπώσεις, τα βιώματα της παιδικής και νεανικής ηλικίας, που έχει από το γενέθλιο τόπο και πάνω τους στηρίζει με νοσταλγία, τον δικό του δρόμο επιστροφής στον κόσμο του φωτός.

Εκεί όπου η   «ηλιοφάνεια εισχωρεί

στα μύχια της χειμερινής ανάπαυλας»

και λειτουργεί ως καμπανολάλημα σε βαθύ χρυσαφένιο πρωινό.

Εκείνον τον κόσμο  κρατεί μέσα του και του ξυπνά αενάως ανυποχώρητη την Κρητοελληνική συνείδηση σαν «αντήχηση αιωνιότητας»…

Αυτόν τον ήχο ακολουθεί προς το φως, χωρίς βέβαια να αποκλείει τον κίνδυνο μιας ακόμη αυτοδιάψευσης.

«Ανακεφαλαίωνα τις σιωπές του ορίζοντα

στη νηνεμία νότιων θαλασσών

σαν αντήχηση της αιωνιότητας,

έτσι θαρρούσα…»                           σελ. 59

Με τους παρακάτω δύο στίχους και με συγκρατημένη –θα ‘λεγα- αισιοδοξία περνά στην έξοδο, στο Φως, ελευθερωμένος, ίσως, από τους παντοειδείς καταχανάδες της οικουμενικής παραφροσύνης που τον τυραννούν:

«Κούπες ρόδινης χαραυγής

γέμιζαν την εγκαρτέρησή μου» στο τέλος της σελίδας 59.

Ζούμε σήμερα εγκλωβισμένοι σ’ ένα παγκόσμιο, περίεργο και αδιόρατο δίχτυ. Οι κραυγές σε ατομικό, κοινωνικό ή εθνικό επίπεδο είναι οικουμενικές.

Ας ελπίσομε ότι «απ’ όλες τις σύγχρονες κραυγές θα δημιουργηθεί ένας λόγος ελευτερίας» όπως προσδοκούσε ο Νίκος Καζαντζάκης ταξιδεύοντας στη Ρουσία.