Γράφει η Ειρήνη Ταχατάκη

Πλούσια, συγκινητική, θαυμαστή κι ασύγκριτη η συγγραφική δουλειά του λογοτέχνη ποιητή Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη του Κάστρου Ταχυδρόμος.

Τι να πρωτοαναφέρεις από τα έργα του και τι να πρωτοθαυμάσεις που το καθένα από αυτά είναι και μια έκφραση θαυμαστή, μια σπάνια παράθεση λογοτεχνικής παρουσίας μα και γλωσσικής ωραιότητας και ακρίβειας του Κρητικού ιδιώματος.

Στην τύχη ξεχώρισα ένα από τα βιβλία του το «Γράμματα στον γιό μου» βιβλίο δεύτερο. Προηγείται το απαραίτητο βιογραφικό. Βιαννίτης ο εκλεκτός ποιητής, από το Χόνδρο της Βιάννου όπου φοίτησε στο σχολείο του χωριού του και πήρε τις πρώτες σπουδές και γνώσεις και συνέχισε στο Γυμνάσιο και Λύκειο της Βιάννου. Υπηρέτησε στα Ελληνικά Ταχυδρομεία 32 χρόνια και παράλληλα ασχολήθηκε με τις συγγραφές ποίηση και πεζό λόγο με μεγάλη επιτυχία. Γέννημα και θρέμμα μιας γνήσιας και ιστορικής Κρητικής κοινωνίας άρχισε από πολύ νωρίς τις δημιουργίες του τις θαυμαστές. Λάτρης της σπουδαίας Κρητικής παράδοσης αφοσιώθηκε στη στήριξη της  με τέτοια δύναμη και αγάπη γι’ αυτήν που σαστίζει κανείς αν παρακολουθήσει την άφθαστη διαδρομή του.

Παράλληλα παρακολουθεί με ενδιαφέρον σαν άριστος πατριώτης την ανατροπή της κοινωνίας μας που τα τελευταία χρόνια πήρε διαστάσεις τραγικές με τη βαθειά ηθική και οικονομική κρίση που ταλανίζει τον τόπο μας και όχι μόνο. Τα ελπιδοφόρα νιάτα μας που στηρίζουν την ομαλή εξέλιξη της κοινωνίας πελαγοδρομούν. Τι μέλλον να στελιώσουν με όλα αυτά;

Πτυχιούχοι χωρίς ελπίδες για το μέλλον φεύγουν για ξένους τόπους σαν οικονομικοί μετανάστες απογοητευμένοι και πονεμένοι για το φευγιό τους από τον τόπο που πρωτόδαν το φως και που ευγενικά φερόμενοι θα ήθελαν αυτό το φως, με τη δική τους προσπάθεια και εργατικότητα να το αναδείξουν περισσότερο, με αίσθημα χρέους στα πάτρια, αλλά χωρίς ελπίδες για επιτυχία.

Μαζί με τους νέους και οι γεννήτορες, πιότερο εκείνοι, που σήκωναν διπλές ευθύνες  -μια για τα παιδιά τους κι άλλη μια για τον τόπο τους που τον βλέπανε να μαραζώνει χωρίς ελπίδα για καλύτερο αύριο.     Γονιός κι ο ίδιος όχι μόνο για τα παιδιά του αλλά και για την νεότητα της εποχής νιώθει να τον πνίγει ο βραχνάς για το μέλλον ενός τόπου που είχαν συνηθίσει στην ομορφιά της σκέψης για πρόοδο με ελπίδες κι όχι για μαράζωμα εξαφάνισης. Έρχεται, λοιπόν, αυθόρμητα στη σκέψη του ο προβληματισμός για το αύριο με το αμείλικτο ερώτημα: «Τι θα απογενεί αυτός ο τόπος δίχως τα νειάτα που ανάστησε με κόπο; Ποιο θα ‘ναι το αύριο για τον τόπο μας και τα παιδιά μας;  Η συρρίκνωση του, η ερημιά και η απορρόφηση του πιο εκλεκτού κοινωνικού μέρους από άλλους τόπους;  Άλλες μελλοντικές πατρίδες; Επ’ ωφελεία ξένης γης για πρόοδο και καταδικασμένη τη δική τους γη στον πικρό αφανισμό; Υψώνει, λοιπόν, ο ποιητής μια φωνή απόγνωσης και διαμαρτυρίας για την ορατή απώλεια και συρρίκνωση, με την πικρή σκέψη αφανισμού της προόδου και φτάνει στο στάδιο της απόγνωσης. Για να ενθαρρυνθεί και να αισιοδοξήσει βάζει μπρος μολύβι και χαρτί κι απλώνει πάνω σ’ αυτό τις απεγνωσμένες σκέψεις του.     Γράφει τα «έμμετρα γράμματά του» με πόνο ψυχής και με ύφος θερμής παράκλησης για το «γυρισμό» του γιού του:

 «Γιάγειρε γυιέ μου γειάγειρε ο τόπος σου σε κράζει…»

Οι επικλήσεις «του γονιού», τα παρακάλια, οι νοσταλγίες σε μέρες γιορτινές που ζωντανεύουν τις αναμνήσεις διανθίζονται με τα έθιμα που περικλείουν με όλες τις λεπτομέρειες που τα συνοδεύουν πάντα, στα πλαίσια της λαϊκής μας παράδοσης. Κι όχι μόνο μαθαίνομε τη νοσταλγία του γονιού αλλά και του ξενιτεμένου που σαν το πληγωμένο πουλί: «λουπάσει στα χαμόκλαδα κοιμάται λυπημένο…» γιατί

«Κοντοσιμώνουν οι γιορτές κι η Μεγαλοβδομάδα και με βαραίνει της ξενιάς το κλάημα κι η πικράδα…»

……………………………………………………

«Οι μέρες ανεβαίνουνε παράπονο με πιάνει

και στην παντέρμη την ξενιά ο τόπος δε με βάνει…»

Και κλείνει ένα του ποίημα με τους στίχους σαν προτροπή και επίκληση στη μάνα Πατρίδα και τις ευθύνες της:

« …Ελλάδα τους ακρίτες σου να μη τους λησμονήσεις

γιατί στις δύσκολες στιγμές σε κείνους θ’ ακουμπήσεις».

Εντύπωση μεγάλη δημιουργεί η βαθειά γνώση της παράδοσης σε όλες τις λεπτομέρειες της σπιτικής ή και της επαγγελματικής ζωής ειδικά του αγρότη και των αναγκών της, στοιχεία τελείως διαφορετικά από τα σημερινά δεδομένα.

Γράφει στον ξενιτεμένο (Γράμμα εικοστό έβδομο) τα νέα για την αδελφή του που μεγάλωσε κι είναι «του πόρου», δηλαδή της παντρειάς και θέλει προύκισμα. Γράφει λοιπόν:

«Υγιέ μου τη Μαρία μας το σπίτι δεν τη βάνει

φουσκολογούν τα στήθια τζη κι αμοναχή δεν κάνει.

Είναι του πόρου κοπελιά για να χαρεί η καρδιά τζη

θέλει να νοικοκυρευτεί να βρει κλειδιά δικά τζη».

Στη συνέχεια γράφει ο φτωχός γονιός πως πούλησε τη γρα αελιά για να της πάρει τα απαραίτητα «νοικοκεράτα» ειδικά τα πήλινα… Άλλοι χρόνοι, άλλες εποχές.

« Ήρθαν οι βεντεμάρηδες οι Θραψανιώτες γιυέ μου

και χρειασίδια γάστρινα (πήλινα) φέρανε μενεξέ μου».

Κι αφού πούλησε τη γρα αελιά με κείνα τα χρήματά της πήρε τα πήλινα του νοικοκυριού της:

«… Για να τα δουν οι γείτονες να πά τα διαλαλήσουν

προξενητάδες να ‘ρθουνε να μας τηνε ζητήσουν…»

Αξίζει να αναφέρομε μερικά από τα χρειώδη του τότε νοικοκυριού στα χωριά μας:

«Τση πήρα προικοπίθαρο, μεγάλο διακοσάρι,

μεγάλα λαδοπίθαρα για ελιές εκατοστάρι,

μα και τσικάλι κόκκινο στην παραστιά να στένει,

μαύρο και αλαφρύ σταμνί νερό κρυγιό να φέρνει.

Κουρούπες  μικρομέγαλες μολυβωτά κουρούπια για κουνενό για σύγλινο ξυνόγαλο και τσίπα.

Την πετρολεκανίδα τση τη ζύμη να μαλάσσει

τα σκυφομακαρούνια τση σα θέλει να τα σάσει.

Κριάς για τα λουκάνικα να ξυδοπιπερώσει

μα και τα ξεροτήγανα σα θέλει να μελώσει…

…………………………………………….

Κι ας πάρει κρασοπίθαρο χώρια τση σα θα σύρει

για τα προικιά το τυχερό οπίσω μη γιαγύρει.

Είναι να θαυμάζει κανείς την τόση γνώση των στοιχείων του νοικοκυριού και της διατροφής της παλαιότερης εποχής και όλα δοσμένα με τέλειους στίχους δεκαπεντασύλλαβους που συγκινούν με την τελειότητα και τη γλωσσική ζωντάνια. Και τ’ αποτσάκισμα στα περισσότερα ποιήματα σαν επίκληση για την επιστροφή του απόντα ξενιτεμένου.

«Πουλί μου διαβατάρικο γιάγειρε μην αργήσεις

να μου μιλήσεις να σε δω και να μ’ αποσπερίσεις.

Γιάγειρε κύμα του γιαλού του νου μου χελιδόνι

η μοναξά κι η ξενιτιά γιε μου με θανατώνει…»

Η λαχτάρα για ό,τι καλύτερο για τον αγρότη και γονιό που ποθεί να δει το σπλάχνο του το ξενιτεμένο εκφράζεται με βαθύ παράπονο:

« Το ψιμοκαίρι είναι μακρύ κι η γης είναι καμένη

και η πεζούλα τση καρδιάς είναι καψαλισμένη.

Σαν το περβόλι το ξερό σα φύλλο μαραμένο

σε περιμένω να φανείς αλαργοξορισμένο…»

Εκτός από την τελειότητα του 15/σύλλαβου στίχου του μέτρου και της εικόνας, η δύναμη της έκφρασης των βαθύτατων συναισθημάτων συγκινεί βαθειά και γοητεύει και τούτα τα χαρίσματα μαζί με όλα τ’ άλλα της λαϊκής μας ποίησης ανεβάζουν την πνευματική ποιότητα του δημιουργού, δίχως ο ίδιος να το προσπαθεί ιδιαίτερα, σε ύψη δυσθεώρητα. Στη σειρά της μπροστιάς κι άλλων επιφανών Κρητικών δημιουργών από παλιά και μέχρι σήμερα. Δεν λέμε ονόματα γιατί αυτά έχουν γραφτεί ανεξίτηλα μέσα στις ψυχές μας και συντροφεύουν τις ενδόμυχες σκέψεις μας με χαρά και περηφάνια!    Μα και οι νέες δημιουργίες δεν περνούν απαρατήρητες. Το ίδιο με τις περασμένες δονούν τις ψυχές μας και χωρίς καμιά προσπάθεια, σιγά-σιγά, παίρνουν κι εκείνες τη θέση που τους αξίζει στους θρόνους της χορείας και της καρδιάς μας, των Μεγάλων Δημιουργών της ποιητικής και γλωσσικής έκφρασης της Κρήτης.  Περήφανοι νιώθουμε και για τον γνήσιο Κρητικό ποιητή Δημήτρη Θεοδοσάκη που έχει αφιερώσει απλόχερα ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην ποίηση και λογοτεχνία της Κρήτης. Δεκάδες είναι τα βιβλία έμμετρα και πεζά που έχουν δημιουργηθεί στις συγγραφές του κι έχουν διακοσμηθεί γλωσσικά και ηθικά με τα θαυμάσια στοιχεία της λαϊκής και αγροτικής ζωής , με τις ομορφιές της φύσης του τόπου, με τη γοητεία των ηθών και εθίμων μας.     Αναρωτιέται κανείς διαβάζοντας όλο αυτό το θησαυρό γνώσεων της παράδοσης τόσο στα ποιητικά όσο και στα πεζά δημιουργήματά του, πότε μπόρεσε να … σπουδάσει το σύνολό τους με τόση πιστότητα και λεπτομέρεια!! Βέβαια ο ίδιος αναφέρει ότι τα είκοσι (20) τρυφερά πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο χωριό και τα σπούδαξε με δάσκαλο την ίδια την ατόφια παράδοση προτού παρεισφρήσουν ξένες επιρροές και μιμήσεις. Μα και πάλι είναι δύσκολο. Γι’ αυτό με τη σκέψη συμπεραίνεις κι άλλο λόγο: Αιτία στο όμορφο αποτέλεσμα είναι και η οικογένεια του καθενός οι αρχές της οι σωστές, τα συναισθήματα, οι πεποιθήσεις που μεταλαμπαδεύονται με ατόφια γνησιότητα στις νεώτερες γενιές και συνθέτουν όλα  μαζί την παράδοσή μας. Εκτός από την οικογένεια που μόλις αναφέραμε με τα ως άνω χαρακτηριστικά είναι και ο τόπος που ζει ο καθένας μας η Κρήτη, που «γράφει ιστορία» σε κάθε δύσκολη στιγμή και μου έρχεται εδώ στο νου ένα δίστιχο της καταξιωμένης Συναδέλφου και ποιήτριας αγαπητής φίλης και συμμαθήτριας Ελένης Πλαγιωτάκη- Σαατσάκη που θαύμαζα από τα μικρά μας χρόνια το ποιητικό της τάλαντο. Έγραφε για την Κρήτη σε διαγωνισμό στίχου και πήρε το α΄ βραβείο

« Στο σταυροδρόμι Κρήτη μου  σ’ έπεψ’ ο θιός αξάργου

ν’ αστράφτεις να μεγαλουργείς

στη μέση του πελάγου!»

Τα όμορφα αυτά βιβλία του Δ. Θ. δεκάδες τον αριθμό συνοδεύονται έμμετρα και πεζά από θαυμαστή ζωγραφική διακόσμηση ανάλογη με το περιεχόμενο. Είναι αυτά έργα ενός φωτισμένου ιερέα του πατρός Μιχαήλ Πατεράκη του Φουρνιώτη –από τη Φουρνή Μεραμβέλλου. Ο χαρισματικός ιερέας  που είναι και ο ίδιος λογοτέχνης –ποιητής έχει διαπρέψει και στη ζωγραφική και ειδικά στην εικονογράφηση βιβλίων με παραδοσιακό περιεχόμενο προσθέτοντας κι ο ίδιος με τις καλλιτεχνικές πινελιές του μια παραπάνω γοητεία στην εμφάνιση των βιβλίων της παράδοσης!!

Ευχαριστούμε τον εξαίρετο φίλο Συγγραφέα-ποιητή κ. Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη και ευχόμαστε την καλύτερη πορεία του έργου του για το καλό της Κρήτης μας και της παράδοσής μας.