Μέρα μνήμης η σημερινή. Το Ηράκλειο τιμά τους 62 Μάρτυρες. Σαν σήμερα ξημερώματα (14/6)  συμπληρώνονται  ογδόντα ακριβώς χρόνια από το 1942  που μια ηρωική ομάδα σαμποτέρ, επέφερε σοβαρό πλήγμα εναντίον των Γερμανών στο αεροδρόμιο Ηρακλείου, γεγονός που έγινε η αιτία  της εκτέλεσης των περισσοτέρων εξ αυτών.

Και είναι σαν ο Ηρακλειώτης Γιώργος Γιουκάκης, δημοσιογράφος της ΕΡΤ, να  περίμενε αυτό το επετειακό έτος για να εκδώσει το βιβλίο του. Πριν μιλήσομε όμως για το βιβλίο, κρίνεται αναγκαία μια σύντομη περιγραφή των  γεγονότων.

Η Δυτική Ευρώπη είχε υποταχθεί ήδη στις δυνάμεις του άξονα και το κατακτητικό έργο του παράφρονα Χίτλερ συνεχίζεται. Ο στρατηγός Ρόμελ ετοιμάζει τη μεγάλη επίθεση για την κατάληψη της Αιγύπτου. Χρειάζεται προς τούτο καύσιμα, πυρομαχικά, νερό και τρόφιμα, τα οποία ζητούσε από τον Γερμανό Διοικητή Κρήτης. Το Συμμαχικό Στρατηγείο αποφασίζει την καταστροφή των αερολιμένων της Κρήτης, προκειμένου να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός του Ρόμελ.

Η δύσκολη αποστολή  για το Ηράκλειο ανατίθεται σε έξι άνδρες της SAS (Special Air Service): Τον Γάλλο ταγματάρχη Ζωρζ Μπερζέ (1909-1997) τον Βρετανό υπολοχαγό Λόρδο Tζωρτζ Τζέλικο (918-2017), τον Έλληνα ανθυπολοχαγό Κωστή Πετράκη, από το Απεσοκάρι Ηρακλείου (1911-1989), και τους επίσης Γάλλους Ζακ Σιμπάρ (1921-2018), Ζακ Μουό (1910-1980)  και  Πιέρ Λεοστίκ (1925-1942). Αυτό  αποτέλεσε το «Μικρό Απόσπασμα Μπερζέ», στο οποίο ανατέθηκε η επικίνδυνη αποστολή.

Για να κατανοηθεί η δυσκολία του εγχειρήματος αναφέρομε ότι όταν ο Αντιπρόεδρος της νόμιμης ελληνική κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέθετε στον ανθυπολοχαγό Κωστή Πετράκη την αποστολή του είπε: -Το Γενικό Στρατηγείο μου ζήτησε έναν αξιωματικό που προσφέρεται για την ευγενέστερη θυσία. Η σκέψη μου καθηλώθηκε στο πρόσωπό σας κ. ανθυπολοχαγέ. -Ευχαριστώ και ευγνωμονώ την ιστορία για την εύνοιά της, απάντησε εκείνος. Και ο Κανελλόπουλος συνέχισε: -Πρόκειται για αποστολή από την οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν θα επιζήσετε. Όμως η πατρίδα θα σας ευγνωμονεί. Κι αν επιζήσετε θα σας ανταμείψει.

Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ο σοφός Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης διαψεύστηκε δις: Μια γιατί ο ανδρείος ανθυπολοχαγός επέζησε και μια δεύτερη γιατί η τότε πατρίδα αντί άλλης ανταμοιβής του επιφύλαξε μακροχρόνιους διωγμούς και διώξεις από τον Άη Στράτη  ως την Μακρόνησο.

Και φυσικά με τέτοιους γενναίους άνδρες, στρατευμένους από την ίδια τους την ψυχή, η αποστολή στέφθηκε από επιτυχία. Έφθασαν με το υποβρύχιο «Τρίτων» ανατολικά του αεροδρομίου, αποβιβάστηκαν με δύο βάρκες και κατάφεραν με κινήσεις ακριβείας να χώσουν τις βόμβες στα γερμανικά αεροπλάνα, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Γερμανών. Την κατάλληλη στιγμή άρχισε και το άγριο σφυροκόπημα από τα συμμαχικά αεροπλάνα, επήλθε σύγχυση και η καταστροφή υπήρξε βιβλική.

Οι σαμποτέρ αποτραβηγμένοι στα Δύο Αοράκια, άκουγαν τον δαιμονικό κρότο των εκρήξεων, έβλεπαν τα αεροσκάφη του εχθρού να φλέγονται και απολάμβαναν  το έργο τους. Στα αντίποινα αναφερθήκαμε:  Εκτελέστηκαν 50 ακόμη ηγετικά στελέχη του Νομού και οι μάρτυρες έγιναν 62, που το Ηράκλειο τους τιμά, σαν σήμερα, κάθε χρόνο.

Οι σαμποτέρ στην προσπάθεια τους να αποδράσουν προδόθηκαν. Στη μάχη που ακολούθησε ο Κωστής Πετράκης και ο Ζωρζ Μπερζέ κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Τζωρτζ Τζέλικο, ο Ζακ Σιμπάρ και ο Ζακ Μουό τραυματίστηκαν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Επέζησαν όμως και επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όπου ανταμείφθηκαν επάξια όλοι τους. Όμως, ο νεαρός Πιέρ Λεοστίκ, το αμούστακο παλληκαράκι, κατακρεουργήθηκε  το άμοιρο από την βόμβα που έσκασε δίπλα του. Έτσι άφησε την  τελευταία του πνοή, εδώ στην Κρήτη. Και μένει τώρα σχεδόν αποξεχασμένος και σχεδόν άγνωστος, ως μια απλή «ξεθωριασμένη  πινακίδα» ενός μικρού δρόμου  «στο απόκεντρο του Ηρακλείου», όπως γράφει ο Γιουκάκης.

Και είναι σαν  ο Μάνος Λοΐζος  να έγραψε γι’ αυτόν πως, ο δρόμος έχει τη δική του Ιστορία … κι ύστερα είπαν  πως την έγραψαν παιδιά. Μόνο που εδώ δεν το είπαν απλώς. Έτσι έγινε, την έγραψε ένα παιδί: Ο Πιέρ Λεοστίκ. Ήταν μόλις δεκαπέντε ετών όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν τη χώρα του. Κι αυτός δήλωσε μεγαλύτερος για να γίνει δεχτός στους «Ελεύθερους Γάλλους του Ντεγκώλ» και να αυτοστρατολογηθεί  στην αντίσταση. Και ο συμπολεμιστής του, ο ηρωικός Κωστής Πετράκης, θέλησε αργότερα να τον αναστήσει με τον τρόπο του: Βάφτισε τον πρωτότοκο γιο του με το όνομα: Πιέρ Λεοστίκ.   Κι έρχεται σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, ο Γιώργος Γιουκάκης να μας αφηγηθεί τα γεγονότα  με το έργο του: «ΟΝΕΙΡΟΥ ΣΤΡΑΤΑ».

Εκείνο που κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί, είναι ότι το έργο είναι θεατρικό, έμμετρο, γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ή ενδεκασύλλαβο στίχο. Πρόκειται για στίχο που ρέει άνετα χωρίς χασμωδίες  και απώλεια ρυθμού. Επίσης, στο βαθμό που μπορώ να το κρίνω, προσομοιάζει προς  την αρχαία τραγωδία και εξελίσσεται σε διάφορες σκηνές· εμφανίζεται επίσης ο κήρυκας, που δίκην αγγελιοφόρου μεταφέρει μηνύματα στο κοινό και παρεμβάλλονται τα χορικά, τέσσερα τον αριθμό.

Κύρια συμμετοχή έχουν επίσης οι μοίρες, οι τρεις θεότητες που κατά την ελληνική μυθολογία ορίζουν ή και προλέγουν τη ζωή των ανθρώπων. Στο έργο έχουν τη θέση τους και οι τρεις: Πρώτη εμφανίζεται η Κλωθώ που στην αρχαία ελληνική μυθολογία έκλωθε τον ανθρώπινο βίο· ακολουθεί αμέσως (μεσολαβεί ο Κήρυκας) η Λάχεσις, που ορίζει τα συμβάντα του βίου και η Άτροπος, που κόβει το νήμα της ζωής. Το κυρίως έργο εξελίσσεται σε οκτώ σκηνές, διακοπτόμενες από τα παρεμβαλλόμενα χορικά ή και από τον κήρυκα.

Πρώτη εμφανίζεται η Κλωθώ που αφηγείται με τον δικό της δραματικό τρόπο τη ζωή του κεντρικού ήρωα, του νεαρού Πιέρ Λεοστίκ. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:

Ποιοι πρόγονοι το σμίλεψαν, ποιες μοίρες το αλείψαν

Ποια χάρις τ’ αφαλόκοψε, ποιες νύμφες το φυσήξαν,

Τίνος κυρού  ‘ τονε σπορά και τίνος τόπου φύτρα

Σε ποιο κόρφον εβύζαξε, κουκούλι σ’ ίντα μήτρα

ποια μάνα το ανέστησε, σ’ ίντα ποδιά καθόταν

ποια χέρια το κανάκεψαν, ποια χείλη τ’ ασπαζόταν. …

Και οι γλαφυροί αυτοί στίχοι  τελειώνουν με τον πρόωρο χαμό του νεαρού στα ξένα, μίλια μακριά από την πατρίδα. Ακολουθεί αμέσως ο κήρυκας. Η πρώτη σκηνή έρχεται μετά τον δεύτερο κήρυκα (σ. 22). Περιλαμβάνει ένα διάλογο ανάμεσα στην μάνα και τον γιο της, τον Πιέρ Λεοστίκ, ο οποίος της ανακοινώνει την απόφασή του να δηλώσει ψευδώς μεγαλύτερος για να ενταχθεί στην αντίσταση. Ακολουθεί το πρώτο χορικό για να εισέλθομε στη δεύτερη σκηνή (σ. 32), η οποία αποτελεί ουσιαστικά έναν   διάλογο ανάμεσα στον αρχηγό  του «Μικρού Αποσπάσματος», τον Γάλλο Μπερζέ και τον Άγγλο Λόρδο Τζέλικο.

Αφού παρεμβληθεί το δεύτερο χορικό μπαίνομε στην τρίτη σκηνή (σ. 47). Ο Κωστής Πετράκης καλωσορίζει τους πέντε της ομάδας στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τους δίνει συμβουλές και τους ενθαρρύνει. «Οι  μπάλες κι αν σφυρίζουνε τα βόλια κι αν πετούνε εμάς δεν μας αγγίζουνε, φόβο δεν μας γεννούνε». Παρεμβαίνει ο μικρός Λεοστίκ για να πει κι εκείνος: «Ετούτανα ‘λεγα κι εγώ τση μάνας μου ένα βράδυ που δεν εξεδιάκρινε φως στο βαθύ σκοτάδι.

Μα ο φόβος κι απελπισιά σε δύναμη γυρίσαν όταν με πήραν στο στρατό και στο χακί με ντύσαν». Τον λόγο παίρνει κατόπιν ο Μπερζέ και καθοδηγεί  τον καθένα για τη δράση του. Εδώ ξεδιπλώνεται όλο το συνωμοτικό σχέδιο και υποδεικνύεται ο τρόπος αποχώρησης, όταν πλέον το εγχείρημα στεφθεί με επιτυχία. Αυτή είναι η κεντρική σκηνή του εγχειρήματος  και δικαιολογημένα διαρκεί περισσότερο.

Θεωρώ ότι έδωσα μια σύντομη εικόνα του τρόπου με τον οποίο εκτυλίσσεται το έργο, το οποίο και μόνο με την απλή ανάγνωσή του ενθουσιάζει. Η καθαρότητα της γλώσσας, η έμμετρη ροή του στίχου, χωρίς χασμωδίες και ατέλειες, η σαφήνεια των περιγραφών που συχνά η μαεστρία του Γιώργου Γιουκάκη τους επενδύει με πολύ συναίσθημα, αποτελούν βασικά του προνόμια. Και είναι γεγονός ότι δεν μπορεί επίσης να περάσει απαρατήρητη η τρυφερότητα με την οποία ο Γιώργος Γιουκάκης περιβάλλει το αμούστακο εκείνο παλικαράκι που ήρθε να πολεμήσει για την Ελευθερία του  Κόσμου εδώ στην Κρήτη. Γι’ αυτό και το μοιρολόι της μάνας, στην έβδομη σκηνή, συγκινεί ιδιαίτερα.

Πόσο θα χαιρόμουν αν μια άξια θεατρική ομάδα αναλάμβανε να του δώσει σάρκα και οστά επί σκηνής!

* Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρώην αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης