Παρά το γεγονός ότι η πανδημία του Covid 19 έχει απορροφήσει την προσοχή του κόσμου και προς το παρόν τουλάχιστον δεν μας επιτρέπει να σκεφθούμε κάτι διαφορετικό, μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο, ότι όταν θα κατασταλάξουν τα πράγματα, η ελληνική οικονομική κρίση θα απασχολήσει ξανά τους ειδικούς, πολιτικούς και οικονομολόγους.
Γιατί η ελληνική περίπτωση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα· μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα, η ανάλυση του οποίου θα είναι χρήσιμη για την μελέτη -και προφανώς για την αποφυγή ή έστω την καλύτερη διαχείριση- ανάλογων περιπτώσεων και σε άλλες χώρες. Και τότε είναι βέβαιο, ότι το βιβλίο της καθηγήτριας Λούκας Κατσέλη με τον ως άνω τίτλο, θα αποτελέσει κεντρικό εργαλείο μελέτης και ερμηνείας της ελληνικής περίπτωσης.
Το βιβλίο είναι κυριολεκτικά συναρπαστικό και μολονότι παραθέτει όλα τα γεγονότα και τα συμβάντα με ενιαίο και συνεκτικό τρόπο, θα μπορούσε εδώ, για την οικονομία της συζήτησης, να γίνει διάκριση ανάμεσα σε τρείς μεγάλες ενότητες, με βάση τη σειρά που εκτίθενται τα γεγονότα και τα συμβάντα:
Στην πρώτη περιγράφονται κατά κύριο λόγο, βήμα προς βήμα, όλες οι διαδικασίες και οι εξελίξεις μέσα από τις οποίες η χώρα οδηγήθηκε και διαχειρίστηκε τα μνημόνια· αναλύεται και καταγράφεται λεπτομερώς η οικονομική κρίση με τα διακυβεύματά της, το προσκήνιο και το παρασκήνιο των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της.
Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται κυρίως στις πολιτικές αναταράξεις και στους κομματικούς σχηματισμούς και ανασχηματισμούς που προέκυψαν ως συνέπεια της κρίσης. Τέλος, στην τρίτη ενότητα, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα, οι πολιτικές και τα μέτρα που προτείνονται για να μην επαναληφθούν τα σφάλματα του παρελθόντος.
Αρχικά το βιβλίο διατρέχει όλη την πορεία της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα υπογραμμίζοντας με συνέπεια τις ενδείξεις με βάση τις οποίες θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί η επερχόμενη κρίση, γιατί, όπως τεκμηριώνεται από τη συγγραφέα, η κρίση είχε αρχίσει να κυοφορείται πολύ πιο νωρίς και βρισκόταν ήδη «προ των πυλών».
Παρ’ όλα αυτά η Ευρώπη δεν είχε συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που ελλόχευαν για την Ευρωζώνη και το ευρώ από την υπερχρέωση της ελληνικής οικονομίας, απόρροια της παραγωγικής αποσάθρωσης και δημοσιονομικής εκτροπής, ούτε και είχε αντιληφθεί πλήρως τις συνέπειες της διεθνούς κρίσης του 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers (σελ. 34) για την ίδια την Ευρώπη.
Αντιθέτως οι αγορές καιροφυλακτούσαν πονηρά, ώσπου τον Δεκέμβριο του 2009 «η καταιγίδα είχε ξεσπάσει. Δεν ήταν τίποτε άλλο από την εκδήλωση μιας καλά ενορχηστρωμένης κερδοσκοπικής επίθεσης ενάντια στα ελληνικά ομόλογα και στο ευρώ. Παρά τις προειδοποιήσεις, η ελληνική κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είχαν υποτιμήσει τον κίνδυνο, τουλάχιστον μέχρι το 2009» (σελ. 26).
Απέναντι στην κερδοσκοπική επίθεση, ακόμα κι αν είχαν ληφθεί πιο δραστικά δημοσιονομικά μέτρα το φθινόπωρο του 2009 , αυτά από μόνα τους δεν θα ήταν σε θέση να αναχαιτίσουν την κρίση, εάν δεν εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενοι πόροι για την κάλυψη των άμεσων δανειακών υποχρεώσεων.
Και, όπως εύστοχα επισημαίνει, «αν δώσεις στις αγορές το ένα χέρι, θα σου ζητήσουν και το άλλο». Έτσι, ενώ η κυβέρνηση σχεδίαζε μια σειρά από μέτρα, αποδείχθηκε ότι τελικά σχεδίαζε «χωρίς τον ξενοδόχο», δηλαδή χωρίς τους διαχειριστές των κεφαλαίων στις παγκόσμιες αγορές, που αποκλειστικό τους σκοπό είχαν το κυνήγι του κέδρους και προς τούτο οδήγησαν την Ελλάδα στον πλήρη αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές.
Μέσα από διαδικασίες και τα διάφορα τρικ, που περιγράφονται λεπτομερώς και με μεγάλη ενάργεια στο βιβλίο, ο Πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ αναγκάστηκε κάποια στιγμή να δηλώσει δημόσια: “The game is over!” (Το παιχνίδι τελείωσε) και η Ελλάδα, αργά και σταθερά μέσα από παλινδρομήσεις και αγωνίες, μέσα από διαφωνίες, σχεδιασμούς και ανασχεδιασμούς πήρε το δρόμο των μνημονίων, τον οποίο δεν μπόρεσε τελικά να αποφύγει.
Στο βιβλίο περιγράφονται οι εξελίξεις κάτω από τις οποίες το ΠΑΣΟΚ με τον Γιώργο Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές το 2009 και σχημάτισε κυβέρνηση. Η συγγραφέας κάνει λόγο για την μη αναμενόμενη κατάτμηση του ως τότε ενιαίου Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, σε Υπουργείο Οικονομικών που ανατέθηκε στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου και σε Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, αφήνοντας διακριτικά να εννοηθούν οι λόγοι που επέβαλαν την τοποθέτησή της στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας κλπ., καθώς και τις επιπτώσεις αυτής της επιλογής στην διαχείριση της κρίσης και την τελική της έκβαση.
Αναμοχλεύονται όλες οι περιπέτειες και οι δραματικές εξελίξεις κάτω από τις οποίες η χώρα αναγκάστηκε τελικά να υποστεί την μέγγενη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Από εδώ και πέρα η κυβέρνηση δέχεται τους εκπροσώπους των θεσμών, τους τεχνοκράτες που απαρτίζουν την γνωστή μας Τρόικα και ζει σύμφωνα με τις υποδείξεις και τις οδηγίες της, υποταγμένη στην αυστηρή λιτότητα που της επιβάλλουν.
Κατά την συγγραφέα, τα μέτρα που λήφθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν αποτελεσματικά. Τα δάνεια που δόθηκαν χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την αποπληρωμή οφειλών προς τους πιστωτές, ενώ για την εξαγωγή πλεονάσματος ακολουθήθηκε ένα μείγμα προβληματικών μέτρων, όπως υπερφορολογήση, μείωση δημοσίων επενδύσεων και δαπανών, μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση της ρευστότητας στην οικονομία κλπ.
Αποτέλεσμα αυτής της βίαιης λιτότητας, υπήρξε όχι μόνο η βαθιά ύφεση και η δραματική αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και των ανισοτήτων, αλλά και η διόγκωση του χρέους για το δημόσιο και τα νοικοκυριά. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν -οι περισσότερες των οποίων ήταν και παραμένουν αναγκαίες- είτε δεν υλοποιήθηκαν αποτελεσματικά είτε δεν παρήγαγαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και φυσικά όλα αυτά συμπλέκονται κατόπιν με τις πολιτικές αναταράξεις και τις εξελίξεις που επήλθαν ως αναγκαστική συνέπεια της οικονομικής κρίσης.
Στα επόμενα κεφάλαια περιγράφονται υψίστης σημασίας ζητήματα, όπως αγωνία για τις ρυθμίσεις των οφειλών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τις ρυθμίσεις των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, η αγωνία για την έλευση κεφαλαίων και την αναζήτηση επενδύσεων, οι αγώνες για το μεγάλο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων και της διάσωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αναλύονται οι δραματικές συνθήκες στις οποίες περιήλθε ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, τους λόγους για τους οποίους αμφισβητήθηκε κυρίως από την εκσυγχρονιστική ομάδα του κόμματός του (σελ. 198), η ξαφνική εξαγγελία ενός δημοψηφίσματος που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και οι αδιέξοδες συνθήκες υπό το βάρος των οποίων αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πρωθυπουργία για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο (σελ. 213).
Περιγράφεται επίσης πώς επιτεύχθηκε η διαγραφή 105,4 δισεκατομμυρίων ευρώ από το ελληνικό χρέος, ωστόσο με αναδιανεμητικές διαδικασίες που μηδένισαν σχεδόν το όφελος του μέτρου για την Ελλάδα (σελ. 197).
Οι επαναληπτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2012 οδήγησαν στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ανάμεσα στη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ (σελ.235). Ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, κάτω από την πίεση των γεγονότων και κυρίως κάτω από την απειλή του Grexit εγκαταλείπει την αντιμνημονιακή ρητορική και αποδέχεται τα νέα μέτρα που είχαν προταθεί.
Ωστόσο η αδυναμία της κυβέρνησης να αναδείξει Πρόεδρο Δημοκρατίας, χωρίς την συγκατάθεση του ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε αναγκαστικά σε εκλογές στις 25 Ιανουαρίου 2015, μέσα από τις οποίες πρώτο κόμμα αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ που σχημάτισε κυβέρνηση με το κόμμα Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝΕΛ) (σελ. 243).
Ο νέος πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αντιπαρέρχεται και αυτός την έντονη προεκλογική του αντιμνημονιακή ρητορική και αναγκάζεται, υπό την απειλή μιας άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από την νομισματική ένωση, να προσαρμοσθεί στα δεδομένα των μνημονιακών δεσμεύσεων με αποτέλεσμα την ψήφιση του τρίτου μνημονίου στις 11 Ιουλίου 2018. Και το βιβλίο αναδεικνύει και αξιολογεί τις γνωστές πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν, οι οποίες δεν είναι δυνατό να εκτεθούν εδώ.
Παράλληλα με όλα αυτά, η συγγραφέας -συχνά με στοιχεία αυτοκριτικής – αναφέρεται στις δικές της προσωπικές εμπειρίες, σε όλα όσα βίωσε στη δίνη των κρίσεων και των πολιτικών αναταράξεων, αναλύοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες, πιεζόμενη από δικό της αίσθημα ευθύνης, αναγκάστηκε να διαφοροποιηθεί από τον Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου προκαλώντας τη διαγραφή της από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ (σελ. 195), τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε αργότερα η επανένταξή της (σελ.210) για να ακολουθήσει και πάλι η εκ νέου (δεύτερη) διαγραφή της, η ίδρυση της Κοινωνικής Συμφωνίας μαζί με επτά άλλους συναδέλφους της βουλευτές και η συνεργασία της με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει την επίδραση της ιδιοσυγκρασίας των πολιτικών στην άσκηση του πολιτικού τους ρόλου και να υπογραμμίσει διακριτικά την ανθρώπινη διάσταση που δεν πρέπει να εκλείπει από τα πρόσωπα, ακόμη και στις σκληρές και δύσκολες στιγμές των πολιτικών αποφάσεων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Οι Ιθάκες τι Σημαίνουν» η συγγραφέας συμπυκνώνει τις προτάσεις της για την αποφυγή φυγόκεντρων δυνάμεων στην Ευρώπη και παρόμοιων κρίσεων στην Ελλάδα.
Στην σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου λειτουργούν πανίσχυροι οικονομικοί όμιλοι και κυριαρχεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τα εθνικά κράτη σε σύγκριση με τις δυνάμεις της αγοράς έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης καλούνται να αντιμετωπίσουν προβλήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης και να προτάξουν πολιτικές που θα προάγουν την οικονομική μεγέθυνση, την κοινωνική συνοχή και την προστασία του περιβάλλοντος.
Το νέο αυτό πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης, η Ατζέντα 2030 όπως αποκαλείται διεθνώς, η οποία στηρίζεται στους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης που υπερψηφίστηκαν και από τα 193 μέλη του ΟΗΕ -με ορίζοντα υλοποίησης το 2030-, αποτελεί πυξίδα και ευκαιρία για την Ελλάδα, αρκεί να ξεπεράσομε αναιτιολόγητες συγκρούσεις, να οργανωθούμε σωστά και να καταφέρομε να συγκροτήσομε ένα αξιόπιστο επιχειρησιακό κράτος, που θα λειτουργεί με διαφάνεια και αξιοπιστία.
Τελειώνοντας, θέλω να τονίσω με απόλυτη ειλικρίνεια ότι το βιβλίο της Λούκας Κατσέλη είναι κυριολεκτικά συναρπαστικό. Γραμμένο σε ρέουσα και στρωτή γλώσσα, εκθέτει τα γεγονότα με ενάργεια και ακρίβεια, γεγονός που οφείλεται μεταξύ των άλλων, στην έντονη βιωματική σχέση που διέπει την συγγραφέα με τα ιστορούμενα.
Η βαθύτατη επιστημονική της γνώση στα θέματα της οικονομικής επιστήμης, των Τραπεζών , τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πεδίο της χρηματο-οικονομικής πράξης, σε συνδυασμό με την πλουσιότατη πολιτική της εμπειρία, παρέχουν στην συγγραφέα ένα σύμπλεγμα γνώσεων, αρετών και ικανοτήτων που εξασφαλίζει τη βαθιά διείσδυση και την εμπεριστατωμένη ανάλυση των εξελίξεων.
Γραμμένο στην Κεφαλονιά, στο γενέθλιο τόπο του συζύγου της Γεράσιμου Αρσένη, μοιάζει να γράφεται και στο πνεύμα της δικής του σχολής, στην οποία με τόση αγάπη και άψογη συνεργασία μαθήτευσε επί 30 και πλέον έτη η Λούκα Κατσέλη. Βέβαια οι ερμηνείες, αλλά και αυτές ακόμη οι παραθέσεις και οι καταγραφές των γεγονότων, δεν μπορεί να είναι και δεν είναι ποτέ μονοσήμαντες και μάλιστα σε κορυφαία θέματα της οικονομικο-πολιτικής επιστήμης και ζωής.
Το ίδιο παραδέχεται η συγγραφέας που με επιστημονική εντιμότητα και ειλικρίνεια ομολογεί: «Πολλοί θα διαφωνήσουν με τις θέσεις που διατυπώνω. Από άλλους η κριτική που ασκώ σε πρόσωπα, γεγονότα και επιλογές θα θεωρηθεί πολύ ήπια.
Άλλοι θα τη θεωρήσουν άδικη» (σελ. 21). Είναι βέβαιο ότι έτσι θα συμβεί, αλλά αυτός είναι μεταξύ των άλλων, ο κεντρικός σκοπός του βιβλίου: Να προβληματίσει και να παρωθήσει σε αναστοχασμό και περίσκεψη, τον κάθε Έλληνα και τον κάθε πολίτη αυτής της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, γιατί όπως γράφει η συγγραφέας «… η ελληνική κρίση δεν είναι μόνο ελληνική. Είναι ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Αφορά αναπτυγμένες χώρες, αναδυόμενες οικονομίες, ακόμα και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπως το Μπαγκλαντές» κλπ. (σελ. 17). Γι’ αυτό και το βιβλίο τούτο δεν έχει μόνο πανελλήνιο, αλλά και διεθνές ενδιαφέρον.
* Ο Ι.Ε.Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης