Μια ολοκληρωμένη λειτουργός της Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι η φιλόλογος και συγγραφέας Χριστίνα Αργυροπούλου.

Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Βρυξελών (ULB) με θέμα: “Η γλώσσα στην ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου” και DEA στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Δίδαξε σε Γυμνάσια και Λύκεια της Ελλάδας και του εξωτερικού (Μελβούρνη, Λουξεμβούργο). Δίδαξε, επίσης, σε ΑΕΙ του εσωτερικού και εξωτερικού, διετέλεσε Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων στον Πειραιά και Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Είναι πολλές οι ανακοινώσεις της σε Επιστημονικά Συνέδρια.

Για τα βιβλία-μελέτες της επιφυλασσόμεθα να ασχοληθούμε σε άλλη ευκαιρία.

Η ποιητική συλλογή της “Σε πρώτο πρόσωπο”, Εκδόσεις Γαβριηλίδης (2018), είναι η δεύτερη του είδους, μετά από εκείνη “Η λέξη και η άβυσσος”.

Για την περί ης ο λόγος συλλογή, “Σε πρώτο πρόσωπο”, ο διεισδυτικός αναγνώστης, μαζί με την απόλαυσή της, λογοτεχνικά και γλωσσικά, διαπιστώνει ότι πρόκειται για ένα είδος “Ποιητικής Αναφοράς” στη μέχρι τούδε πορεία της συγγραφέως, που έχει πολλά ακόμη να δώσει.

Ήδη, από το πρώτο ποίημα “Οδός Αριστοτέλους, Θεσσαλονίκη”, αποκαλύπτει ότι “αναφέρεται” σε πρώτο πρόσωπο, όπως είναι και ο ομώνυμος τίτλος της συλλογής, ενώ αφιερωματικά απευθύνεται σε “παρόντες και απόντες”.

“Σας μιλώ εκ βαθέων σε πρώτο πρόσωπο”, γράφει, για να γίνει πιο συγκεκριμένη στο ποίημα σε ποιους αναφέρεται αυτή η πρωτοπρόσωπη “αναφορά” της (σ. 34).

«Μιλώ σε όλους σας σε πρώτο πρόσωπο

ότι η ψυχή μου είναι ήρεμος κάμπος,

θάλασσα, όνειρα, πόνος, ελπίδα, αγάπη».

Συμπληρώνει, επίσης, ότι ομιλεί de profundis, αλλά «όταν το γυαλί ξεχειλίσει, χάνεται το πρώτο πρόσωπο, γίνεται τρίτο, ξένο και α-προσπέλαστο». Μεθοδολογικά, θα λέγαμε, ότι κατ’ αρχάς η Αργυροπούλου δίδει τον γεωγραφικό καμβά της διαδρομής της, πάνω στον οποίο θα κεντήσει με μαεστρία έννοιες, πρόσωπα, αξίες, αισθήματα και παθήματα.

Εκτός από τη Σκούρα Πατρών, τον τόπο καταγωγής της, και την Αθήνα, τόπο οικογενειακής μετεγκατάστασης, ως εσωτερικοί μετανάστες, σταθμός είναι το πρώτο έτος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και η πόλη της Θεσσαλονίκης, με «την αύρα του Θερμαϊκού, το κρύο του Βαρδάρη». Επίσης, “το βάπτισμα της δημοκρατίας” με το Γέρο Παπανδρέου της Δημοκρατίας και τις «κραυγές για “Ψωμί, Παιδεία, Δημοκρατία”», των φοιτητών και του λαού.

Από το δεύτερο φοιτητικό έτος θα βρεθεί στην “πληκτική Αθήνα” της δικτατορίας, όπου «όλα τα έσκιαζε η φοβέρα, τα πλάκωνε η σκλαβιά» και οι νέοι που τους έλεγαν αλήτες «πήραν τις ιδέες στα χέρια, τις έκαμαν αγώνα για Ελευθερία».

Ακολουθεί η χαρτογράφηση των άλλων τόπων στα επόμενα ποιήματα, όπως του Λουξεμβούργου και της Μελβούρνης στην Αυστραλία. Επίσης, ιστορείται η Αθήνα όπου ξεχωρίζει ο Κεραμεικός και η Ελλάδα της Λίμνης Κερκίνης, η Ιθάκη, η Κρήτη με τον βιγλάτορα του Μαρτινέγκο, τοπία, Εκκλησίες και Μοναστήρια (σ.σ. 27, 31, 39, 40, 41, 45).

Τα θέματά της είναι πολλά και πλούσια, που θα μπορούσε να γίνει ξεχωριστή μελέτη για το καθένα, καθώς σε όλα ενυπάρχει το “σαράκι άπληστο” της μνήμης στο ομώνυμο ποίημα (σ. 13).

Μνήμη και χρόνος, πλούσια αισθήματα για φίλους, γνωστούς, συγγενείς, αγαπημένους, παρόντες και απόντες.

Ο χρόνος πλημμυρίζει στη σελίδα 36, «ο αόρατος, ο φευγαλέος, άφησε τα πατήματά του πάνω μου!»,  καθώς οι άνθρωποι «είμαστε δρομείς στο άγνωστο» (σ. 37).

Επιμένει η Αργυροπούλου σε επόμενο ποίημά της ότι «είμαστε παιδιά του δρόμου, είμαστε πάντα καθ’ οδόν» (Η μαγεία του αγνώστου, σ. 38), γιατί διαπιστώνει ότι “ο χρόνος-Κρόνος” για το “Γιαννιό”, όπως αποκαλεί τον ανηψιό της χαϊδευτικά, «σε έφερε στη γη και σε πήρε αιφνίδια» (σ. 67).

Η νοσταλγία είναι συναίσθημα που διατρέχει την ποίησή της, στο “Σπίτι” του χωριού της (σ. 28), που «όρθιο αντιστέκεται, έρημο και ζωντανό». Η καρυδιά του σπιτιού “θροΐζει”, «τα πουλιά χαίρονται» και οι ήχοι «μετανάστευσαν στους ουρανούς με τα αφεντικά τους».

Αλλού οι λέξεις, που είναι το αγαπημένο θέμα της στη Λογοτεχνία και την Επιστήμη της, «γίνονται εικόνες και αισθήματα του δειλινού».

Στην ποιήτριά μας δίδεται η ευκαιρία να μιλήσει για το περιβάλλον, για φυτά, όπως βασιλικούς, ασφοδέλους, υακίνθους, κισσούς, αγριολούλουδα, κληματαριές, ροδακινιές αλλά και ζώα και πουλιά (σ. 28, 31, 41).

Η αρχαιομάθειά της, αλλά και η γνώση της για τη λογοτεχνία, χωρίς να κάνει επίδειξη γνώσης, είναι πλούσια στον αγαπημένο της ποιητή Έκτορα Κακναβάτο (σ. 29-30), τον Ηράκλειτο (σ. 44). Η Αργυροπούλου ποιητικά συνομιλεί με τις επιτύμβιες στήλες του Κεραμεικού, τον Όμηρο (σ. 50-51), τον Δροσίνη (σ. 58), τον Καζαντζάκη.

 

Το ερωτικό στοιχείο δεν απουσιάζει από την ποίησή της, ενίοτε με μια μελαγχολική διάθεση, όπως στο “Υστερόγραφο”, όπου «ήρθες θορυβώδης, έφυγες δειλός», γιατί ο άλλος, το άλλο πρόσωπο, αγνόησε πως «η ζωή απορρίπτει τους δειλούς!» (σ. 10).

Αλλού πάλι διαπιστώνει ότι:

«Οι έρωτες είναι σαν τους κομήτες

έρχονται και χάνονται, γίνονται

ορόσημα και μνήμες ανεξίτηλες»,

για να προτρέψει ότι τους έρωτες «μην τους αφήνετε ανέστιους».

Ενώ, μάλιστα, «έρχονται ως δυσανάγνωστο βιβλίο, γίνονται πασχαλιές», «σπέρνουν ασφοδέλους και χάος στις καρδιές», εντούτοις είναι «το θαύμα της ζωής» (σ. 15).

Σε άλλα ποιήματα υμνεί τη φιλία (“Οι φίλοι”, σ. 18), η οποία «ανοίγει αγκαλιές, υφαίνει δεσμούς, καταργεί σύνορα…, ομορφαίνει τη ζωή», ενώ στο ποίημα “Φιλία” συμπεραίνει πως «φιλία είναι κάτι μαγικό, ξεχωριστό, ανθρώπινο», «άνοιγμα στον άλλο» (σ. 48).

Η Αργυροπούλου, ως δημοκράτισσα και αγωνίστρια, δεν μπορεί να μην προβάλλει και τη θέση της γυναίκας, διαχρονικά, παρά τις βελτιώσεις.

Στο ποίημα “Ομηρικά Ι”, λόγω των αξιόλογων ομηρικών μελετών της με το ίδιο θέμα, ομολογεί:

«Υποκλίνομαι στα γυναικεία πορτρέτα του Ομήρου συγκλονίζομαι από τις σκλάβες των Αχαιών.» (σ.49).

Θεωρεί, όμως, αδικία το ότι ο Όμηρος, αν και τυφλός βλέπει τα μη ορατά, αλλά “παραβλέπει τα φανερά βάσανα όλων των γυναικών της Ελλάδας, που δέκα χρόνια, σε πείσμα των καιρών, κράτησαν μόνες όρθιες τα σπιτικά τους!” (Ομηρικά ΙΙ, σ. 50).

Διαχρονικά, έρχεται στα καθ’ ημάς, όπου οι γυναίκες είναι “θύτες και θύματα”,

«… χαροκαμένες κι αγωνίστριες, αφανείς ήρωες του μόχθου και της επιστήμης. Γυναίκες, σύζυγοι, μανάδες, αδελφές, γυναίκες των πολέμων και κάθε εξουσίας!» (σ. 49).

Οι ποιητικές αναφορές της είναι μικρή “οφειλή” της στις «σύγχρονες Ιφιγένειες-φτωχούς, Ιφιγένειες κάθε κοπής» (σ. 52).

Βαθιά πολιτικοποιημένη η Χριστίνα Αργυροπούλου, χωρίς να ονοματίζει τα πολιτικά δρώμενα, τα περιγράφει με δυνατούς στίχους.

Αθωώνει τις λέξεις που χρησιμοποίησε συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, στο ποίημα “Πολύχρωμες λέξεις”, για να πει, όμως, πως οι σύγχρονοί της τυφλοί “τά τ’ ώτα…”, «βιάζουν τις λέξεις, πλαστογραφούν την αποτυχία σε επιτυχία, τα ΟΧΙ σε ΝΑΙ και επιχειρούν, με φληναφήματα, με λέξεις φενακισμένες, να πείσουν και τις κάνουν από αρχόντισσες επαίτες, οι νήπιοι» (σ. 23). Διευκρινίζει ότι οι λέξεις δεν φταίνε, «εμείς κι εσείς είμαστε οι λέξεις μας κι αυτές ο καθρέφτης με το είδωλό μας, όπως στο πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» και καταλήγει με την επίκληση «σώστε τες αγνές, διότι πονούν!».

Για να συμπληρώσει, στο ποίημα “Οδός διαφυγής”, «όχι άλλη ταπείνωση! Υπάρχει πάντα οδός διαφυγής!» (σ. 42), περιγράφοντας τα πολιτικά γεγονότα του 2015 και μιλώντας “εκ βαθέων”, γιατί «ο λαός πένεται, πίστεψε σε χίμαιρες, ως νήπιος και εύπιστος» (σ. 57).

Σε όλα τα ποιήματά της χαιρετά και αποχαιρετά πρόσωπα, όπως αναφέρθηκε, απόντα, τον ανιψιό Γιάννη, τον γαμπρό της Γιώργη (Κουβίδη), τον Σοφρώνη, την Αριστέα και παρόντα, την κοινή μας φίλη Γεωργία Χαριτίδου, τον Τάκη Στέφο, τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, τους μαθητές της στο Λουξεμβούργο κ. ά.

Πενήντα έξι ποιήματα, σε κάθε ποίημα ένας ή και περισσότεροι που αφιερωματικά τους ονοματίζει και τους αποκαλεί «αγαπημένους φίλους και συγγενείς παρόντες και απόντες εντός και εκτός Ελλάδος». Κορύφωση της ποίησης της Χριστίνας Αργυροπούλου θεωρώ ότι είναι το ποίημα με τίτλο “ΜΗΤΕΡΑ” (σ. 66), όπου μεταξύ των άλλων, γεμάτο ποιητικό λυρισμό και πόνο γράφει:

«[…] Μητέρα με τη ζεστή αγκαλιά,

με την ουράνια αγάπη

με το μοναδικό σου χάδι!

Αιώνια μάνα, μανούλα, μητέρα!…

Έφυγες κι ήταν μέρα γιορτινή.

Γιατί ήσουν γιορτή και αντίδωρο,

Παναγιά με τα εφτά παιδιά

Εσύ η αιώνια Μάνα!»

Μουσικοί οι στίχοι της Αργυροπούλου στη συλλογή της, γλώσσα ποιητική, ρέουσα, με ρυθμό του ελεύθερου στίχου και πλουμισμένη με αρχαιογνωσία και ορισμένους ιδιωματισμούς. Είναι απόλαυση να την προσεγγίζεις με αγάπη.

 

* Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι επ. καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ., συγγραφέας