Η πολυβραβευμένη Ιρλανδή λογοτέχνης Έντνα Ο’ Μπράιαν, στα 89 της χρόνια, μας προσφέρει ένα βιβλίο εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην βόρεια Νιγηρία το 2014 και σχετίζονται με τις απαγωγές έφηβων κοριτσιών από ένα οικοτροφείο από την εξτρεμιστική ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση Μπόκο Χαράμ.
Η συγγραφέας, μαιτρ του κοινωνικού μυθιστορήματος και παρά την ηλικία της, επισκέφθηκε δύο φορές τη Νιγηρία προκειμένου να διεξαγάγει έρευνα και να μιλήσει τόσο με τα θύματα όσο και με φορείς κάθε είδους όπως πολιτικούς, διπλωμάτες, δημοσιογράφους, ψυχιάτρους, ειδικούς στα τραύματα, μοναχές, μέλη ΜΚΟ και εθελοντές από όλες τις χώρες του κόσμου. Έτσι, μέσα από τη γραφή της, κατάφερε να δώσει μεγάλη δημοσιότητα σε όλα αυτά τα εγκλήματα που γίνονται ενάντια σ’ αυτές τις νεαρές γυναίκες, διεισδύοντας στην κουλτούρα και τον πολιτισμό ενός εντελώς διαφορετικού λαού.
Στο συγκεκριμένο λοιπόν πεζογράφημα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μία μελέτη του κακού, τζιχαντιστές αρπάζουν την κεντρική ηρωίδα Μαριάμ και τις φίλες της και τις οδηγούν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, βαθιά μέσα στο δάσος. Εκεί, αν και χριστιανές, πρέπει να ασπαστούν το φανατικό Ισλάμ. Παράλληλα, εργάζονται μέχρι τελικής πτώσης και βιάζονται ομαδικά και δημόσια από τους μαχητές. Οποιαδήποτε διαμαρτυρία τους, μπορεί να επιφέρει από σκληρές τιμωρίες, βασανιστήρια, μέχρι και θάνατο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συζύγου ενός εμίρη που δολοφονείται δια λιθοβολισμού, δήθεν για μοιχεία ενώ σε μία άλλη κοπέλα κόβεται η γλώσσα.
Κάποιες απ’ τις αιχμάλωτες παντρεύονται, άλλες πωλούνται σε διεθνή σκλαβοπάζαρα. Συνεπώς και η Μαριάμ, εφόσον έχει ακόμη περίοδο, δίνεται ως νύφη σε κάποιον απ’ τους πολεμιστές, ένα χωριατόπαιδο, θύμα ουσιαστικά και αυτό, εφόσον στρατολογήθηκε για να σώσει την οικογένειά του από την πείνα. Κάποια στιγμή, ούσα πλέον μητέρα, δραπετεύει μαζί με το μωρό της και μια φίλη και ύστερα από περιπετειώδη και επικίνδυνη περιπλάνηση μέσα στην ζούγκλα φτάνει τελικά στην ελευθερία.
Και εδώ αρχίζει το δεύτερο μέρος του δράματος της πρωταγωνίστριας, γιατί κατ’ ουσίαν έρχεται αντιμέτωπη με μία κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την αλήθεια αυτών των κοριτσιών. Αν και υποκριτικά η κυβέρνηση υποδέχεται τις πρώην σκλάβες ως ηρωίδες, ο περίγυρος, ακόμη και η ίδια τους η οικογένεια τις θεωρεί κάτι σαν μιάσματα που έφεραν το κακό και την ντροπή στις κλειστές κοινότητές τους.
Ακόμη και τα παιδιά των “συζύγων του δάσους” χαρακτηρίζονται ως στίγματα και κάποιοι δεν διστάζουν να επιδιώξουν το θάνατό τους. Αυτονόητη είναι λοιπόν και η πορεία της Μαριάμ προς τους καταυλισμούς, όταν σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους στην Νιγηρία, ενώ 1,9 εκατομμύρια είναι εκτοπισμένοι, 5,2 εκατομμύρια δεν έχουν τροφή και εκτιμάται ότι 450.000 παιδιά κάτω των πέντε ετών υποσιτίζονται.
Το μυθιστόρημα είναι όμως και μία διαδρομή προς το φως και την αγάπη. Γιατί συχνά η ηρωίδα έρχεται αντιμέτωπη με την τρέλα, το μίσος, την οργή και ως εκ τούτου αισθάνεται ότι χάνει ότι καλό υπήρξε κάποτε μέσα της. Εκεί είναι που θα κερδίσει το στοίχημα τελικά, μέσα από έναν σκληρό αγώνα με τον ίδιο της τον εαυτό.
*Η Μαρία Βρέντζου είναι δικηγόρος