Το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη με τίτλο Γράμματα από τη φυλακή του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου (1942)-Συγχωρήσατε του εχθρούς μου και εστέ υπερήφανοι (Πνευματικό Κέντρο Άνω Βιάννου «Περικλής Βλαχάκης» με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης) συνιστά ένα πολύτιμο τεκμήριο για την πρώτη περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα σώμα γραμμάτων που έστελνε ο απόστρατος ταγματάρχης Αλέξανδρος Ραπτόπουλος προς μέλη της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της διαδοχικής του κράτησης στις φυλακές και τα κρατητήρια της Νεάπολης, της Αλικαρνασσού και της Αγυιάς Χανίων, από τη σύλληψή του (Φεβρουάριος 1942) ως την εκτέλεσή του (3/9/1942). Στο παρόν βιβλίο δημοσιεύεται και το ημερολόγιο που κρατούσε ο Ραπτόπουλος την περίοδο αυτή, όπως και το ημερολόγιο του Εμμανουήλ Σταματουλάκη, αντιστασιακού και συνεργάτη του, που εκτελέσθηκε κι αυτός την ίδια μέρα από τις κατοχικές δυνάμεις.

Η εκτέλεση των δυο αντιστασιακών “δια παροχήν αρωγής στα βρετανικά στρατεύματα” συνδέεται αναπόσπαστα με τη δράση τους στο πλαίσιο της Κρητικής Επαναστατικής Επιτροπής, μιας από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν στην Ελλάδα και η οποία γενικά δεν είναι τόσο γνωστή. Κι όμως, όπως η συγγραφέας έχει δείξει και με το προηγούμενο βιβλίο της με τίτλο Πολεμικά Ημερολόγια, επρόκειτο για μια αξιόλογη προσπάθεια, επικεντρωμένη στις περιοχές της Βιάννου, των Αστερουσίων και του Μονοφατσίου, η οποία μάλιστα είχε αναγνωρισθεί επισήμως από τη βρετανική πλευρά.

Η απόκρυψη οπλισμού, το κρύψιμο Βρετανών και Ελλήνων στρατιωτών και η διευκόλυνση της μετάβασής τους στην Αίγυπτο, η προετοιμασία ανάληψης γενικότερης αντάρτικης δράσης ήταν οι κύριες δραστηριότητες της ΚΕΕ, μέχρι την ουσιαστική εξάρθρωσή της την άνοιξη του 1942.

Τον κύριο και πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία και επέκταση της οργάνωσης είχε ο απόστρατος ταγματάρχης Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, άνθρωπος με μεγάλο κοινωνικό κύρος μεταξύ των Βιαννιτών συγχωριανών του (και όχι μόνο). Ο Ραπτόπουλος είχε συμμετάσχει στις πολεμικές περιπέτειες της ελληνικής κοινωνίας τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Είχε πολεμήσει στα μέτωπα της Ηπείρου και της Μακεδονίας κατά τους βαλκανικούς πολέμους, και στη μικρασιατική εκστρατεία, από την οποία εξήλθε με αναπηρία στο πόδι. Η προσωπική του ζωή ήταν κι αυτή σκληρή καθώς είχε χάσει δυο συζύγους και τρία από τα πέντε του παιδιά.

Στην αρχή του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε απομείνει με την Αταλάντη, κόρη από την πρώτη του γυναίκα, και τον έφηβο τότε Δημοσθένη, γιο από τη δεύτερη γυναίκα του. Υπεραγαπούσε όμως και βρισκόταν κοντά και σε άλλα μέλη της οικογένειάς του (ψυχοκόρες, ανιψιές κλπ). Άνθρωπος δραστήριος, διαχειριζόταν την αγροτική του περιουσία, συμμετέχοντας ταυτόχρονα στα κοινά από πολλές θέσεις.

Ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, λοιπόν, ακραιφνής δημοκρατικός, όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, τον Οκτώβριο του 1940, θέλησε να συμμετάσχει ξανά σε έναν αγώνα που θεωρούσε πανεθνικό. Δεν δίστασε μάλιστα να αναλάβει τη θέση του υπευθύνου της μεταξικής ΕΟΝ, γεγονός που θα φάνταζε προηγουμένως αδύνατο.

Και η δράση του δεν σταμάτησε εκεί. Πρωτοστάτησε, όπως αναφέραμε, στην ίδρυση της ΚΕΕ, πεπεισμένος ότι η μάχη της Ελλάδας δεν είχε τελειώσει με την παράδοση των ελληνικών όπλων στα Πεζά (Μάιος 1941). Ρίχνεται λοιπόν με αποφασιστικότητα στο εγχείρημα συγκρότησης αντιστασιακής ομάδας. Το εγχείρημα δείχνει να πηγαίνει καλά ως τη στιγμή που οι Γερμανοί εξαπολύουν ολόκληρη εκστρατεία κατατρομοκράτησης στις περιοχές του νότιου Ηρακλείου.

Το τελικό πλήγμα προκύπτει από προδοσία δυο γυναικών τις οποίες προηγουμένως είχε κρύψει η οργάνωση με την προοπτική περαιτέρω προώθησής τους στην Αίγυπτο. Ο σταυρός του μαρτυρίου αρχίζει λοιπόν για τον Ραπτόπουλο τον Φεβρουάριο του 1942 και ολοκληρώνεται στις 3 Σεπτεμβρίου 1942 με την εκτέλεσή του στις διαβόητες φυλακές Αγυιάς, σε μια περίοδο κατά την οποία οι τύχες του πολέμου δεν είχαν κριθεί οριστικά και η Εθνική Αντίσταση δεν είχε ακόμη εδραιωθεί.

Το κύριο λοιπόν σώμα του βιβλίου αφορά επιστολές του Ραπτόπουλου, που με τεράστια δυσκολία έβγαιναν από τους τόπους κράτησής του και οι οποίες παραδόθηκαν από το γιο του, τον Δημοσθένη, στην Άννα Μανουκάκη – Μεταξάκη προκειμένου να γίνει προσπάθεια έκδοσής τους. Η συγγραφέας-επιμελήτρια της έκδοσης έχει κάνει υποδειγματική δουλειά στον τομέα της τεκμηρίωσης και του υπομνηματισμού. Παραθέτει εισαγωγικά διευκρινιστικά σημειώματα, πάμπολλες παραπομπές, και γενικά φροντίζει ούτως ώστε και ο εντελώς αμύητος στην ιστορία της περιόδου αναγνώστης να αντιλαμβάνεται το πλαίσιο κάτω από το οποίο γράφει ο Ραπτόπουλος.

Το πρώτο στοιχείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι η συνειδητοποίηση των τρομερών αλλαγών που επιφέρει ο εγκλεισμός στην καθημερινότητα όχι μόνο του κρατούμενου αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντός του. Ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος αγωνιά για την τύχη των δικών του, της οικογένειάς του, των συγχωριανών του. Προσπαθεί να διαχειρισθεί τις ανελέητες πιέσεις του βίου (οικονομικές, κοινωνικές, οικογενειακές κλπ) διαβιβάζοντας οδηγίες, συμβουλές, παρακλήσεις.

Στο μυαλό του εξακολουθεί να βρίσκεται ο βιόκοσμός του, αυτός έξω από τη φυλακή: η Βιάννος, το Ηράκλειο, η αγροτική περιουσία, οι υποχρεώσεις προς τρίτους που δεν σταματούν ούτε εν μέσω της φοβερής αυτής κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Το δεύτερο στοιχείο είναι η αναγνώριση της βαθιά ανθρώπινης γραφής του Ραπτόπουλου.

Σε πολλά σημεία υπάρχουν λυρικές αναφορές, παραπομπές σε στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, τα οποία και αφθονούν στα ποιήματα που έγραφε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η βαθιά θρησκευτικότητά του.

Πάμπολλα είναι τα σημεία στα οποία διαφαίνεται η πεποίθησή του ότι η εθελοθυσία του, την οποία αποδέχεται πια ολοκληρωτικά όταν απορρίπτεται η αίτηση χάριτος την οποία έχει καταθέσει, τερματίζει μια έντιμη και αξιοπρεπή ζωή. Μέριμνά του πλέον, τις τελευταίες δραματικές ημέρες πριν την εκτέλεση, να δει για μια φορά ακόμη τα παιδιά του.

Και όταν αυτό γίνεται πράξη, η ψυχολογία του αλλάζει άρδην. Πορεύεται προς το τέλος έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του ότι έχει εκπληρώσει το υπέρτατο χρέος προς την πατρίδα, χωρίς όμως, ούτε αυτή τη στιγμή, να προσπαθεί να ενσπείρει το μίσος στις καρδιές των παιδιών του.

Συμπερασματικά, το βιβλίο συνιστά μια ανεκτίμητη συνεισφορά στον τομέα της τοπικής ιστορίας, που δεν έχει λάβει της δέουσας προσοχής στη χώρα μας, ούτε καν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Είναι ευχής έργον και άλλες ανέκδοτες μαρτυρίες αυτού του τύπου να μπορέσουν να βγουν στο φως της δημοσιότητας, να γίνουν ευρύτερα γνωστές, προκειμένου να εμπνεύσουν μια αναλαμπή αυτογνωσίας στην κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία της προϊούσας οικονομικής και αξιακής κρίσης.

* Ο Βαγγέλης Τζούκας είναι ιστορικός, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο