Ο Γεώργιος Χ. Καμπαναράκης είναι ένας εγκρατής φιλόλογος, φιλέρευνος, ψημένος μέσα στο εκπαιδευτικό καμίνι της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου ανάλωσε τις πνευματικές του δυνάμεις με κύριο στόχο να δημιουργήσει μαθητές καλύτερους από τον ίδιο. Αυτό είναι και το όνειρο κάθε πραγματικού δασκάλου. Σεμνός σε όλη την πορεία της ζωής του, όπως τα βαθιά ποτάμια, που δε βουίζουν. Είναι γνωστός βέβαια από δημοσιευμένες μελέτες του και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες.
Τώρα έχομε τη χαρά να βλέπομε δημοσιευμένη μια σημαντική ιστορική μονογραφία με τον τίτλο «ΙΛΑΡΙΩΝ ΣΥΝΑΪΤΗΣ Ο ΚΡΗΣ, ο λόγιος διαφωτιστής και μεταφραστής των Γραφών, Μητροπολίτης Τορνόβου Βουλγαρίας, το έργο και η εποχή του», Ηράκλειο 2019. Το έργο κυκλοφορεί με πρόλογο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου,Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα. Η σημαντικότητα του βιβλίου έγκειται αρχικά σε δυο στοιχεία.
Το πρώτο είναι ότι ανασύρει από την αφάνεια μια σημαντική προσωπικότητα της Κρήτης, της εκκλησιαστικής ιστορίας και του Ελληνισμού γενικά και δεύτερον γιατί φέρνει στο φως άγνωστες πηγές και βιβλιογραφικές αναφορές για την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τους Φαναριώτες και τη στενή σχέση του Σινά με την Κρήτη μέσα από μια εξαντλητική διερεύνηση πηγών και αρχειακού υλικού που στερεώνουν την επιστημονικότητα του βιβλίου.
Η πραγμάτευση του θέματος προχωρεί με μια πολύ απολαυστική αφήγηση η οποία κρατεί τον αναγνώστη σε πλήρη εγρήγορση, για να προχωρήσει ιδιαίτερα ο μέσος αναγνώστης στα επόμενα κεφάλαια. Μια ροή κειμένου, η οποία, αν και διακόπτεται από παρεκβάσεις, δε χάνει το στόχο της. Αντίθετα φωτίζει πληρέστερα το θέμα και παράλληλα παρουσιάζει το όλο περιβάλλον και τις συνθήκες μέσα στις οποίες δομήθηκε η προσωπικότητα του Ιλαρίωνα.Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Κρήτη –Σινά, τα πρώτα βήματα» παρουσιάζεται αδρομερώς αλλά ουσιαστικά η ιστορική πορεία του χωριού Αρμάχα Πεδιάδος και οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη κατά τον πρώτο σκληρό αιώνα της οθωμανικής κατάκτησης.
Μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες γεννιέται ο Ιλαρίων και ξεκινά την πορεία του από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Ηρακλείου και το 1784 βρίσκεται ως μοναχός στο Σινά. Με κατατοπιστικές αναφορές ο συγγραφέας μας δίδει τον ιστορικό περίγυρο των κτήσεων της Μονής Σινά στην Κρήτη και ιδιαίτερα στο Ηράκλειο με κέντρο την Αγία Αικατερίνη και στη συνέχεια στον Άγιο Ματθαίο.
Έτσι φανερώνεται η Σιναία σχολή στη Μονή Αγίας Αικατερίνης, φυτώριο μεγάλων πνευματικών ανθρώπων της Ορθοδοξίας αλλά και αγιογράφων και ζωγράφων. Ακολουθεί η πορεία του Ιλαρίωνα το 1878 στην Ίο των Κυκλάδων ως διδασκάλου–μοναχού και στη συνέχεια στην Πάτμο, όπου φοιτά στην Πατμιάδα σχoλή. Η σύντομη αναφορά στην αξία της Πατμιάδας και στην εξέλιξή της εισάγει το αναγνώστη στο κλίμα της εποχής χωρίς να διασπάται η κεντρική γραμμή της πορείας του Ιλαρίωνα.
Το 1797 αφού περάτωσε τις σπουδές στη Πατμιάδα, με πρόταση του σχολάρχη, κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη ως οικοδιδάσκαλος σε φαναριώτικη οικογένεια με τη θερμή χαρακτηριστική σύσταση «ελλόγιμος εν ιεροδιακόνοις άλις έχοντα παιδείας και φρενών ευ ήκοντα». Τα χαρακτηριστικά της τάξης των φαναριωτών μας βοηθούν να κατανοήσομε την επίδραση που άσκησαν στη μετέπειτα πορεία του Ιλαρίωνα, όταν αυτός υπηρετεί ως οικοδιδάσκαλος στην οικογένεια του Δραγουμάνου του στόλου Κων/νου Χαντζερή. Αυτή την περίοδο ο Ιλαρίων μεταβαίνει ως απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρ- χείου στο Βουκουρέστι.
Σ’ αυτές τις παραδουνάβιες ηγεμονίες λειτουργούν δυο σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα με ελληνική παιδεία: Οι ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου. Σ’ αυτές τις περιοχές με τη μεγάλη άνθηση των ελληνικών γραμμάτων βρίσκεται ο Ιλαρίων από το 1798 μέχρι το 1803 και φοίτησε στην ακαδημία του Βουκουρεστίου γνωρίζοντας τους λογίους της Βλαχίας. Στενή φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Ιλαρίωνα και τον Νεόφυτο Δούκα. Ο Ν. Δούκας με κάθε ευκαιρία επαινεί τον Ιλαρίωνα για την πνευματική του δράση όπως την ίδρυση σχολείων, την έκδοση βιβλίων και τη βοήθεια προς τους αναξιοπαθούντες.
Το 1804 ο Ιλαρίων επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη και εκλέγεται ηγούμενος στο Σιναϊιτικό μετόχιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου μέχρι το 1821 όταν εκλέγεται Μητροπολίτης Τορνόβου. Σε όλη τη διάρκεια της ηγουμενίας του παρουσίασε πολυσχιδή δράση ως ευεργέτης των νησιωτών, ως ακούραστος υποστηρικτής της Μεγάλης του Γένους Σχολής, ως υπεύθυνος κωδικοποίησης του εθιμικού δικαίου, ως συντάκτης του λεξικού «Η Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης», «εγκρατής της παλαιάς και της νέας διαλέκτου και της ιεράς φιλοσοφίας θιασώτης» όπως γράφει ο Άνθιμος Γαζής. Υπήρξε επίσης ικανός γνώστης της αρχαίας Ελληνικής, της Λατινικής και της Γαλλικής γλώσσας. Χρημάτισε επίσης επόπτης του Πατριαρχικού τυπογραφείου και παρακινούσε όλους τους ομογενείς να εκδίδουν τα συγγράμματά τους στο Πατριαρχικό τυπογραφείο.
Η θέση του Ιλαρίωνος για την ελληνική επανάσταση φανερώνεται μέσα από τα κείμενά του και ταυτίζεται με τη θέση σχεδόν του συνόλου των Φαναριωτών και του Αδαμαντίου Κοραή. Το γένος πρέπει πρώτα να μορφωθεί, να ωριμάσει πνευματικά και στη συνέχεια να διεκδικήσει την ελευθερία και τη κρατική του υπόσταση.
Από το 1818 ο Ιλαρίων προχωρεί στο μεγάλο έργο της μετάφρασης των Γραφών με στόχο την πνευματική καλλιέργεια και την ανάταση του απλού λαού, που συντελείται μέσα από τη θρησκεία. Υποστηρικτές έχει τον Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ’, τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο και τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Υπήρξαν αντιδράσεις από τους συντηρητικούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας , που εναντιώνονται στους νεωτεριστές.
Τελικά όμως επικρατεί η θέση ότι η αυστηρή αντιμετώπιση των νεωτεριστών πρέπει να συνδυάζεται με την προσπάθεια της εκκλησίας να ενισχύσει τους δεσμούς της με το ορθόδοξο πλήρωμα μέσω και της χρησιμοποίησης μιας γλώσσας προσιτής, που θα διευκολύνει την επικοινωνία. Τελικά παρά τα εμπόδια η μετάφραση της Καινής Διαθήκης και του Ψαλτηρίου από την Παλαιά Διαθήκη εκδίδεται από τη Βρετανική Βιβλική Εταιρεία το1828 σε αλλεπάλληλες εκδόσεις.
Με την προσπάθεια αυτή ο Ιλαρίων καθίσταται πρωτοπόρος με διάθεση ψυχοφέλειας κατ’ οικονομίαν. Όπως λέγει ο ίδιος «Ου πρόκειται μεταπεφρασμέναι αι Γραφαί να αναγιγνώσκονται εν τη εκκλησία, καθότι τούτο είναι ομολογουμένως απάδον και ουδείς συνερεί… πρόκειται δε να μεταφρασθώσι, παρακειμένου και του Ελληνικού, δια να αναγιγνώσκονται ιδία υπό του λαού, και όταν δια της μεταφράσεως τας εννοήση κατ΄οίκους και εν τη εκκλησία τας εννοεί και γίνεται προσεκτικώτερος εις τας ιεράς τελετάς».
Βέβαια, πριν από τον Ιλαρίωνα , έγινε προσπάθεια μετάφρασης των Γραφών το 1629 από τον Κύριλλο Λούκαρη μέσω του μοναχού Μάξιμου Καλλιπολίτη χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αργότερα, μετά τη μετάφραση του Ιλαρίωνα, είναι γνωστά τα γεγονότα της Αθήνας με τη μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλλη το 1901 με τα «Ευαγγελικά». Τα μεταγενέστερα χρόνια οι μεταφράσεις προχώρησαν από πολλούς, κυρίως με πρωτοβουλία της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο συγγραφέας Γεώργιος Χ. Καμπαναράκης παραθέτει ακολούθως την εκλογή και δράση του Ιλαρίωνα ως Μητροπολίτου Τορνόβου Βουλγαρίας. Για την καλύτερη κατανόηση της δράσης του Ιλαρίωνα ο συγγραφέας δίδει το ιστορικό πλαίσιο της Βουλγαρικής εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Ιλαρίων αρχιεράτευσε αρχικά από το 1821 μέχρι το 1827. Απομακρύνεται από τον αρχιερατικό θρόνο το1827,λόγω διώξεων της Οθωμανικής εξουσίας, και επανέρχεται το 1830.
Και στις δυο περιόδους της αρχιερατείας του η θρησκευτική και κοινωνική του δράση είναι έντονη. Ιδρύει σχολεία μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης, συντάσσει γραμματική της Βουλγαρικής γλώσσας και μεταφράζει την Καινή Διαθήκη στα Βουλγαρικά με συνεργάτη το Βούλγαρο μοναχό Νεόφυτο Ριλιώτη. Ο Ιλαρίων πέθανε τον Φεβρουάριο του 1838 πιθανότατα από πανώλη και ενταφιάστηκε στο μοναστηριακό συγκρότημα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Ο ίδιος δε λησμόνησε ποτέ την καταγωγή του και πάντοτε η υπογραφή του ήταν: ΙΛΑΡΙΩΝ ΣΙΝΑΪΤΗΣ Ο ΚΡΗΣ.
Ο Γεώργιος Χ. Καμπαναράκης με λόγο εύληπτο από το μέσο αναγνώστη, με ροή που συντηρεί το ενδιαφέρον, με την ποικιλία των παρεκβάσεων , που φωτίζουν τον ιστορικό περίγυρο και οδηγούν το λιγότερο ενημερωμένο αναγνώστη, και κυρίως με ιστορική τεκμηρίωση και επιστημονική μεθοδολογία , με χρήση δυσεύρετης βιβλιογραφίας μας δίδει μια ιστορική μονογραφία . Φέρνει στο φως μια άγνωστη, πολύπλευρη, πρωτοποριακή προσωπικότητα, που έλαμψε και πρόσφερε πνευματικά στο φαναριώτικο περιβάλλον ανάμεσα σε μεγάλους διαφωτιστές του Γένους και που ήταν άγνωστος στο ευρύ κοινό ακόμη και στην Κρήτη, που ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του.
* Ο Κωστής Σπ. Μαστρογιαννάκης είναι φιλόλογος, τέως λυκειάρχης.