Μάιος μήνας. Ένας ζωογόνος ήλιος ζεσταίνει την Αθήνα. Ο Μιχάλης Βιολάρης, η Χρύσα η σύζυγός μου κι εγώ περπατάμε στην Πλάκα, αφού ο αγαπημένος φίλος μας, μάς έκανε αυτήν την εξαίσια τιμή να μας ξεναγήσει στα παλιά του λημέρια.
Να περπατήσουμε δηλαδή εκεί που δοξάστηκε ο Μιχάλης από το ευρύ κοινό των θαυμαστών του, εκεί στον τόπο που και ο ίδιος τον δόξασε με τη δική του μελωδική φωνή. Σε αυτά τα πολυδαίδαλα και γραφικά στενάκια, που αποτελούσαν σε χρόνους αλλοτινούς τις γειτονιές των Θεών, στεγάστηκαν στη δεκαετία του 1960 και 1970 οι μπουάτ, τα νέα αυτά μουσικά στέκια με τις γλυκές μελωδίες του Νέου Κύματος.
Πήγαμε να περπατήσομε σ’ αυτές τις γειτονιές που ο Μιχάλης Βιολάρης και οι συνεργάτες του έκαναν «άσπρα καράβια τα όνειρά μέσα σε ρόδινους γιαλούς». Πήγαμε σχεδόν παντού, φτάσαμε μέχρι τους αέρηδες και προχωρήσαμε ως κάτω χαμηλά στην εκκλησούλα του Αγίου Ελισσαίου, όπου εύρισκε την καταλλαγή του ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είπαμε ύστερα να περιηγηθούμε τους ιερούς χώρους των μπουάτ.
Περπατήσαμε ως την οδό Αδριανού. Είχαμε σχεδόν κουραστεί, αν μπορεί κανείς να πει ότι αυτό το ονειρικό περιβάλλον επιφέρει κόπωση. Σε κάποια στιγμή ο διευθυντής του «Καφέ Μελίνα» αναγνωρίζει τον φίλο μας από μακριά και αναφωνεί:
– Ο Μιχάλης Βιολάρης ξανά στην Πλάκα! Παιδιά θα τρελαθώ!
Μιχάλη έλα με την παρέα σου να σας προσφέρω καφέ!
Πήραμε το καφεδάκι μας. Ο Μιχάλης με τον φίλο μας συνέχισαν για λίγο την κουβέντα. Αντάλλαξαν μερικές πληροφορίες για κοινά πρόσωπα, ώσπου φτάσανε τα καφεδάκια μας. Ο ευγενικός κύριος αποσύρθηκε διακριτικά για να μας αφήσει να τα απολαύσομε μόνοι μας.
Σαν τελειώσαμε ξανάρθε πάλι μιλήσανε λίγο με το Μιχάλη για τα χρόνια εκείνα και αποχαιρετώντας μας, με τον δικό διάχυτο τρόπο, αποχωρήσαμε. Λίγο πιο κάτω στην γωνία η μπουάτ ΠΑΡΑΓΚΑ, το κατ’ εξοχήν αγαπημένο μουσικό στέκι του φίλου μας, αυτό που μοιραζόταν με την καλλιτεχνική του παρέα: Την Καίτη Χωματά και την Ρένα Κουμιώτη.
Ήθελα πολύ να δω ύστερα από πενήντα περίπου χρόνια την μπουάτ που τόσο λαχταρούσα να επισκεφθώ. Και βρήκα αυτό που δεν περίμενα. Το κτίριο είχε πέσει. Μάλλον είχε κατεδαφιστεί. Είχαν έρθει οι γερανοί και τα φορτηγά και είχαν περιμαζέψει τα μπάζα για να απομακρύνουν κάθε κίνδυνο, ως ο νόμος ορίζει. Το παστρέψανε το οικόπεδο και το περιφράξανε με ξύλα και λαμαρίνες. Στις επιφάνειές τους φιλοξενούνται επιγραφές και συνθήματα.
Πήγα να βουρκώσω, ύστερα πρόσεξα ότι μέσα στο χώρο, πίσω από τα ξύλα και τις λαμαρίνες υπήρχε άφθονο και πολύ ζωντανό πράσινο. Ένας τεράστιος Γιούκας μπροστά, ένας άλλος παρέκει και δύο τρία κυπαρίσσια, αρκετά μεγάλα και πανέμορφα. Έμοιαζαν καλλωπιστικά. Το μέγεθός τους μαρτυρεί πως έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Παράγκα κατεδαφίστηκε. Να είναι άραγε τα απομεινάρια των καλλωπιστικών που κοσμούσαν τότε την μπουάτ Παράγκα;
Και στην άλλη πλευρά βρίσκεται ένας κοκκινόξανθος κύριος με λίγα γένια και πλούσια μακριά μαλλιά. Ιρλανδός μάθαμε. Ένα κόκκινο καρό πουκάμισο κι ένα λεπτό πολύχρωμο παντελόνι η αμφίεσή του. Εγώ καθώς είμαι βυθισμένος στη δική μου περίσκεψη και στις δικές μου αναπολήσεις δεν αντιλαμβάνομαι και δεν τον έχω προσέξει. Όταν τους είδα και τους τρεις μαζί έβγαλα το κινητό μου να τους φωτογραφίσω. Ο ξένος που γλυκοσυζητούσε με το Μιχάλη, αντιλήφθηκε τις προθέσεις μου. Έγνεψα ζητώντας την συγκατάθεσή του για τη φωτογράφηση. Εκείνος μου έγνεψε θετικά με ένα χαμόγελο και πήρε πόζα.
Τράβηξα μερικές φωτογραφίες και πήγα κοντά τους. Η συζήτηση με τον ξένο ανέδειξε το μέγα δράμα, άκρως επίκαιρο σήμερα. Ήταν τότε που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του. Ηλεκτρολόγος μηχανικός, έπιασε δουλειά σε μια εταιρεία μακριά από την πόλη τους.
Φυσικά άφησε τους γονείς του και κατοίκησε εκεί που ήταν η δουλειά του. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και στην πατρίδα ξέσπασαν ταραχές. Άρχισαν ύστερα σκληρές συγκρούσεις και έπεφταν βόμβες. Σε κάποια στιγμή άκουσε στο ραδιόφωνο ότι η πόλη των γονέων του βομβαρδίζεται. Αλαφιασμένος πήρε το τραίνο κι έτρεξε να δει τι γίνεται. Έφτασε στο σπίτι του. Φρίκη! Οι βόμβες κάπνιζαν ακόμα. Το σπίτι ισοπεδωμένο. Θρήνοι και ολολυγμοί παντού. Και οι γονείς του άφαντοι. Δεν τους είχε δει κανείς, οι βόμβες μπορεί και να τους έπιασαν στον ύπνο.
Τον κατακυρίευσε ο φόβος, η αγωνία, οι τύψεις. Πού ξέρεις αν αυτός δεν είχε φύγει… Αν αυτός ήταν κοντά τους… Έτρεξε στις υπηρεσίες. Έσπευσαν όλοι και έκαναν ό,τι μπορούσαν. Τίποτε. Τους βρήκαν και τους δυο άψυχους καταπλακωμένους κάτω από τα συντρίμμια. Καμιά ελπίδα. Έκανε τα δέοντα, τους κήδεψε κατά τα δικά τους έθιμα, τους έψαλε τρισάγιο κι έφυγε.
Κι έφυγε για πάντα.
Δεν ξαναπήγε ποτέ πια στην πόλη του. Ούτε στην πατρίδα του. Περιφέρεται ανά τον κόσμο και έκτοτε δεν έχει μπει σε σπίτι για να κοιμηθεί. Φοβάται. Φοβάται λέει μήπως πέσουν και πάλι οι βόμβες. Φοβάται μην καταπλακωθεί κι αυτός από τα ερείπια. Τρομάζει στην εικόνα των ερειπίων με τους καταπλακωμένους γονείς. Προτιμά να γίνουν ερείπια τα σχέδια και τα όνειρα της ζωής του, παρά ο ίδιος.
Γι’ αυτό μένει άστεγος και περιφέρεται πλάνης ανά τον κόσμο. Έφτασε στην Ελλάδα, πήγε στο Μοναστηράκι για να πουλήσει την πραμάτεια του και ρίζωσε εδώ. Μένει άστεγος στην Παράγκα. Κοιμάται στην ύπαιθρο με μόνο στέγαστρο τον ουράνιο θόλο. Μόνο όταν βρέχει προσφεύγει σε κάτι λαμαρίνες. Αυτές δεν συνιστούν κίνδυνο και απειλή για τη ζωή του.
Κι έτσι βρήκε αποκούμπι στην παράγκα! Και από την μπουάτ Παράγκα εκπέμπει το δικό του μήνυμα:
BOOKS NOT BOMBS.
Αυτό το σύνθημα διαμηνύει από τον τοίχο του. ΒΙΒΛΙΑ ΟΧΙ ΒΟΜΒΕΣ! Και μας συγκίνησε βαθύτατα. Ο Μιχάλης εμφανώς βουρκωμένος μού ψιθυρίζει: Είδες η Παράγκα; Είδα, του γνέφω και σιωπούμε και οι δυο. Κι εκείνο που μας συγκίνησε επίσης ήταν η αξιοπρέπειά του. Δεν ζητιανεύει, έχει το μαγαζάκι του. Κατασκευάζει ποδήλατα και ζει. Εξάλλου μηχανικός σπούδασε. Αξιοποίησε λοιπόν τις σπουδές του.
Έχει εγκαταστήσει το πρόχειρο εργαστήρι του εκεί μπροστά στην Παράγκα και δουλεύει. Πάνω στον πάγκο του εργαστηρίου υπάρχει κι ένα βιβλίο για τις ώρες της ξεκούρασης. Παραδίπλα βρίσκονται περισσότερα. Κατασκευάζει μικρά, λιλιπούτεια ποδηλατάκια, διακοσμητικά, από ψιλό απαλό σύρμα. Μπροστά από το εργαστήρι του έχει απλώσει την πραμάτεια του. Και κατασκευάζει ολόκληρο το ποδηλατάκι χωρίς να κόψει το σύρμα πουθενά. Όλο ένα μονοκόμματο και ενιαίο κομμάτι.
Γνωρίζει το απαραίτητο μήκος και αρχίζει να το δουλεύει, να το διπλώνει και να το γυρίζει με τον τρόπο που ξέρει, χωρίς να το κόψει. Ποτέ δεν του περισσεύει και ποτέ δεν του λείπει έστω και ένα εκατοστό. Πάντα φτάνει ακριβώς. Δεν θέλει να το κόψει, λες και πρόκειται να κόψει κάποια ζωή. Κατασκευάζει μικρά ποδηλατάκια με δύο Ευρώ το ένα. Πήραμε αρκετά. Πήγαμε να του αφήσομε κάποια χρήματα παραπάνω, αλλά δεν τα δέχτηκε. Μας επέστρεφε τα ρέστα και επειδή δεν θέλαμε να τα δεχτούμε μας τα έδωσε σε ποδηλατάκια.
Και αισθάνομαι πως τώρα η ερειπωμένη ΠΑΡΑΓΚΑ είναι πιο σωστή στο καθήκον της: Διδάσκει με μεγαλύτερη συνέπεια τον ανθρωπισμό, όπως τον δίδασκε βέβαια και στα χρόνια της ακμής της με το πνεύμα που το Νέο Κύμα καλλιεργούσε. Πρώτα-πρώτα έγινε όντως μια αληθινή παράγκα για να στεγάσει τους καημούς και τα όνειρα ενός άστεγου και -πέραν τούτου- διδάσκει την αγάπη και την κατανόηση των λαών.
Books not Bombs! Και αναλογίζομαι, σήμερα που ισοπεδώνονται βάναυσα τόσες και τόσες πόλεις στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και στη Ρωσία, σήμερα που καθημερινά τόσα και τόσα τρομαγμένα παιδάκια αναζητούν τη μάνα τους κάτω από τα ερείπια, σήμερα που τόσα πεινασμένα βρέφη αναζητούν τη μάνα για να θηλάσουν και βρίσκουν άψυχο το παγωμένο το κορμί της, πού είσαι άγνωστε Ιρλανδέ να κραυγάσεις ξανά: Books not Bombs!
Βιβλία όχι Βόμβες! Ναι, τώρα που το νέο έτος 2025 κτυπά την πόρτα μας, χρειαζόμαστε την κραυγή σου όσο ποτέ άλλοτε: Books not Bombs! Βιβλία όχι Βόμβες!
Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι επίτιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης, τακτικό μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών